Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐκ+νέων+εὐϑύς

  • 1 νεος

        I.
         νεός
        I
        - οῦ ἥ (sc. γῆ) целина, новина или паровое поле Xen.
        II
        ион. gen. к ναῦς См. ναυς
        II.
         νέος
        I
        3
        1) молодой, юный
        

    (ἄνθρωποι Hom.; ἄνδρες Plat.)

        εὐθὺς νέου ὄντος или εὐθὺς ἐκ νέου, ἐκ νέας и ἐκ νέων Plat. — с молодых лет;
        μέ νεώτερος πεντήκοντα ἐτῶν Plat.не моложе пятидесяти лет

        2) малолетний
        

    (παῖς Hom.; μειράκιον Plat.)

        3) молодой, недавно распустившийся
        

    (ἄνθος Hes.)

        4) молодой, недавнего приготовления
        

    (οἶνος Arph.)

        5) свойственный молодости, юношеский
        

    (θράσος Aesch.)

        6) незрелый, неопытный
        

    (ν. καὴ ὀξύς Plat.)

        νεώτερος τοῦ δέοντος Plat.особенно неопытный

        7) новый, свежий
        

    (θάλαμος, ἄλγος Hom.; ὕμνος Pind.; καρπός Arst.)

        τὰ νέα εὐδοκιμεῖ Xen. — новизна одобряется;
        τί νέον ; Aesch. — что нового?;
        νεώτερα πρήγματα πρήσσειν Her. — произвести государственный переворот;
        διαθήκη νέα ( обычно καινή) NT.новый завет

        8) небывалый, необычный
        II
        ὅ
        1) молодой человек
        

    οἱ νέοι Plat., Polyb. — юношество, молодежь

        2) детеныш, молодое животное

    Древнегреческо-русский словарь > νεος

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela …   Wikipedia Español

  • πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… …   Dictionary of Greek

  • σελαγώ — σελαγῶ, έω, ΝΑ εκπέμπω φως, ακτινοβολώ, φεγγοβολώ αρχ. 1. φωτίζω κάτι («ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε... γαῑαν», Υμν. Ισ.) 2. παθ. σελαγοῡμαι, έομαι α) λάμπω, φέγγω β) καίγομαι («κεἴπερ λάβοιτο τῶν νέων τὸ πῡρ ἅπαξ, σελαγοῑντ ἂν εὐθύς», Αριστοφ.).… …   Dictionary of Greek

  • στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»