Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐκ+λόγου

  • 61 несклоняемый

    επ., βρ: -яем, -а, -о
    άκλιτος•

    -ые части речи άκλιτα μέρη του λόγου.

    Большой русско-греческий словарь > несклоняемый

  • 62 неустойка

    θ.
    1. αθέτηση λόγου ή υπόσχεσης. || πρόστιμο για παράβαση όρου συμφωνίας.
    2. αποτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > неустойка

  • 63 оборот

    α.
    1. στροφή•

    количество -ов в минуту ο αριθμός των στροφών στο λεπτό•

    колеса η στροφή του τροχού.

    || γύρισμα, αναστροφή•

    оборот пласта при вспашке το γύρισμα του χώματος κατά το όργωμα.

    2. κύκλος•

    оборот полевых культур ο κύκλος των αγροτικών εργασιών (της αγροκαλλιέργειας).

    || κυκλοφορία•

    оборот капитала η κυκλοφορία του κεφαλαίου•

    пустить деньги в оборот βάζω το χρήμα σε κυκλοφορία•

    годовой оборот ετήσια κυκλοφορία.

    3. χρήση, χρησιμοποίηση•

    пустить слово в оборот βάζω σε χρήση καινούρια λέξη•

    ввести в научный оборот новые материалы βάζω για επιστημονική χρήση νέα υλικά.

    4. στροφή•

    оборот реки στροφή του ποταμού.

    || καμπή, γωνία (για σωλήνα κ.τ.τ.).
    5. τροπή•

    дело принимает дурной оборот η υπόθεση παίρνει άσχημη τροπή (πάει στραβά).

    6. η α-ανάποδη (αντίστροφη, πισινή) όψη ή πλευρά•

    оборот меддли η άλλη όψη του νομίσματος (η αντίθετη άποψη του ζητήματος).

    7. έκφραση•

    р-чи έκφραση λόγου•

    неправильный оборот μη σωστή (άστοχη) έκφραση.

    εκφρ.
    брать (взять) в - – συμμορφώνω, συνετίζω σφίγγω τα λουριά.

    Большой русско-греческий словарь > оборот

  • 64 окраска

    -и -θ.
    1. βαφή, βάψ ιμο χρωμάτ ισμα, μπογιάτισμα•

    окраска волос βάψιμο μαλλιών•

    птица с пстрой -ой πουλί παρδαλό.

    2. μτφ. χρωματισμός, χρώμα, χροιά•

    придать выступление политическую -у προσδίδω στην ομιλία πολιτική χροιά•

    стилистическая окраска слова χρωματισμός του λόγου (ομιλίας).

    Большой русско-греческий словарь > окраска

  • 65 перо

    -а, πλθ. перья
    -рьев ουδ.
    1. φτερό, πτερό•

    очистить курицу от перьев μαδίζω την κότα•

    страусовые перья φτερά στρουθοκαμήλου•

    -ья на шлеме λοφίο φτερών στο κράνος.

    (κυνηγ.) αθρσ. τα αγριοπούλια.
    2. γραφίδα, πένα (κατ αρχή από φτερό)•

    ручка с -ом κονδυλοφόρος με πένα•

    стальное перо μεταλλική πένα.

    || μτφ. ικανότητα συγγραφική•

    положить перо αφήνω, (παρατώ) την πένα (παύω να συγγράφω).

    3. πτερύγια ψαριών.
    4. то πράσινο φύλλο των κρεμμυδιών ή σκόρδων.
    5. πτερύγιο•

    перо сохи αναστρεπτήρας (φτερό) αρότρου•

    перо весла το φτερό του κουπιού.

    εκφρ.
    бойкое перо – γερή πένα (ικανότητα σύνθεσης λόγου)•
    что написано -ом, не вырубишь топором – ό,τι γρά-τηκε δεν ξεγράφεται• τα λόγια πετάν, τα γραπτά μένουν.

    Большой русско-греческий словарь > перо

  • 66 приправа

    θ.
    1. καρύκευμα• άρτυμα μπαχαρικό. || σάλτσα.
    2. μτφ. γαρνιτούρα, διάνθισμα, στόλισμα του λόγου.

    Большой русско-греческий словарь > приправа

  • 67 просторечие

    ουδ.
    απλολογιά της πάλης (ως αντώνυμο του γραπτού λόγου).

    Большой русско-греческий словарь > просторечие

  • 68 пункт

    α.
    1. σημείο•

    стратегический στρατηγικό σημείο•

    наблюдательный пункт το παρατηρητήριο•

    сборный пункт σημείο συγκέντρωσης•

    поворотный пункт καμπή, στροφή.

    2. σταθμός•

    командный пункт σταθμός διοίκησης•

    медицинский пункт σταθμός πρώτων βοηθειών.

    || τόπος, μέρος• χώρος•

    населенный пункт κατοικημένο μέρος.

    3. σημείο, μέρος (κειμένου, λόγου κ.τ.τ.).
    σημείο ανάπτυξης•

    кульминационный пункт το ύψιστο σημείο, το κορύφωμα, ο κολοφώνας.

    4. (τυπγρ.) η στιγμή.
    εκφρ.
    по -ам ή пункт за -ом – κατ άρθρο ένα-ένα, με τη σειρά.

    Большой русско-греческий словарь > пункт

  • 69 пуризм

    α.
    υπερκαθαρολογία, ακριβολογία, επιτήδευση ορθολογίας. || καθαρότητα, γνησιότητα του καθαρού λόγου..

    Большой русско-греческий словарь > пуризм

  • 70 пуристский

    επ.
    της υπερκαθαρολογίας; του υπερκαθαρού λόγου.

    Большой русско-греческий словарь > пуристский

  • 71 связность

    θ.
    αλληλουχία, ειρμός, συνοχή•

    связность речи συνοχή του λόγου.

    Большой русско-греческий словарь > связность

  • 72 сговор

    α.
    1. παλ. συμφωνία μνηστείας, αρραβώνα, δόσιμο λόγου, λογόστεμα. || οι αρραβώνες, η μνηστεία (η τελετή).
    2. συμφωνία. || συνομωσία•

    преступный сговор εγκληματική συνομωσία.

    Большой русско-греческий словарь > сговор

  • 73 сила

    θ.
    1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•

    обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•

    богатырская сила ηράκλεια δύναμη•

    напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.

    || μτφ. δύναμη πνευματική•

    душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•

    умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•

    сила характера δύναμη του χαρακτήρα.

    2. βία•

    применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.

    3. (τεχ.) ισχύς•

    сила машины ισχύς μηχανής•

    падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•

    центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•

    сила тяжести η δύναμη του βάρους.

    4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•

    сила государства ισχύς του κράτους•

    сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•

    покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•

    сила слова η δύναμη του λόγου•

    сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•

    сила ветра η δύναμη του ανέμου•

    сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•

    неестественная -υπερφυσική δύναμη•

    производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•

    рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•

    движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•

    реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•

    вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.

    5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•

    делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.

    6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.
    εκφρ.
    в -у – δύσκολα, μετά βίας•
    в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•
    в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•
    от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•
    ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•
    по -е возможности – κατά το δυνατό•
    под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•
    с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•
    через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•
    -ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•
    отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•
    всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•
    взять -уκ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•
    пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•
    быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•
    выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•
    сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•
    что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•
    в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > сила

  • 74 склоняемый

    επ. από μτχ.
    κλιτός•

    -ые части речи τα κλιτά μέρη του λόγου.

    Большой русско-греческий словарь > склоняемый

  • 75 слог

    -а, πλθ. слоги, -ов α. συλλαβή•

    деление слова на -и χώρισμα της λέξης σε συλλαβές.

    α.
    παλ. βλ. стиль (2 σημ.).
    δεξιοτεχνία λόγου.

    Большой русско-греческий словарь > слог

  • 76 соль

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. αλάτι,• сыпать соль ρίχνω αλάτι,• крупная соль χοντρό αλάτι•

    мл-кая соль ψιλό αλάτι•

    столовая соль τριμμένο (ψιλό) αλάτι•

    кухонная соль αλάτι μαγειρικό (χο-τρό)•

    суп без -и σούπα ανάλατη•

    соль земли ορυκτό αλάτι.

    2. μτφ. εξυπνάδα, λεπτότητα λόγου, πνεύματος.
    3. μτφ. το κύριο (βασικό)νόημα, η ουσία• η σημασία.
    εκφρ.
    глауберова соль – αλάτι Γκλάουμπερ (νάτριο θε κό)•
    много ή пуд, куль -и съели с ним – φάγαμε ψωμί κι αλάτι μ αυτόν (ζήσαμε πολύν καιρό μαζί μ αυτόν).
    ουδ. άκλ. (μουσ.) το σολ.

    Большой русско-греческий словарь > соль

  • 77 стилизация

    θ.
    1. στυλιζάρισμα (πρόσδοση σε έργο Τέχνης, λόγου ίδιο στυλ).
    2. έργο κατ απομίμηση στυλ άλλου.

    Большой русско-греческий словарь > стилизация

  • 78 стыдно

    ως κατήγ.
    είναι ντροπή, αίσχος, ντρέπομαι•

    мне стыдно за бас ντρέπομαι για σας, για λογαριασμό σας, για λόγου σας•

    как -! τι ντροπή! τι αίσχος!•

    как вам не -! πως δεν ντρέπεστε!

    Большой русско-греческий словарь > стыдно

  • 79 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 80 фигура

    θ.
    1. παλ. μορφή, σχήμα• είδος• φιγούρα•

    фигура земли η μορφή της γης.

    2. σχήμα.• геометрические -ы γεωμετρ ικά σχήματα.
    3. φιγούρα χορού.
    4. μορφή λόγου•

    риторическая фигура ρητορικό σχήμα.

    || γλυπτή ή ζωγραφική παράσταση ανθρώπου ή ζώου εικόνα η μορφή•

    восковые -ы μορφές από κερί.

    5. κορμοστασιά, παράστημα, φόρμα, κόψη;•

    строиная фигура ωραία κορμοστασιά.

    6. άνθρωπος, πρόσωπο,άτομο•

    -подозрительная фигура ύποπτο πρόσωπο.

    || προσωπικότητα•

    крупная политическая фигура μεγάλη πολιτικήπροσωπικότητα.

    || φιγούρα παιγνιόχαρτου. || (στο σκάκι)δύναμη (βασιλιάς -ίλισσα, ο πύργος, ο αξιωματικός και το άλογο) σε αντίθεση με τα πιόνια.
    εκφρ.
    высшего пилотажа – αεροπορικές επιδείξεις ή ακροβασίες.

    Большой русско-греческий словарь > фигура

См. также в других словарях:

  • λόγου χάρη — επίρρ. τροπ., για παράδειγμα, ως παράδειγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λόγου — λόγος computation masc gen sg λογόω introduce pres imperat act 2nd sg λογόω introduce imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τοῦτο δῂ τό τοῦ λόγου χανεῖν μοι τήν γήν εὐχόμην. — τοῦτο δῂ τό τοῦ λόγου χανεῖν μοι τήν γήν εὐχόμην. См. Чтоб мне сквозь землю провалиться! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται. — См. Знать человека по речам …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ’Ιδρώς τε μοι πεφιεχεῖτο υπ’ αἰδοῦς καὶ τοῦτο δὴ τὸ τοῦ λόγου χαινεῖν μοι τὴν γῆν, εὐχόμην ὀρῶτ… — См. Провалиться сквозь землю …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σοφὸν εὔκαιρος σιγὴ καὶ παντὸς λόγου κρεῖττον. — См. Слово серебро, молчание золото …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • επαρκούς ή αποχρώντος λόγου, αρχή — (principium rationis sufficientis). Αρχή της Λογικής, σύμφωνα με την οποία κάθε φαινόμενο έχει μία αιτία. Όμως, η ίδια αιτία δεν παράγει απαραίτητα και το ίδιο το φαινόμενο, ούτε η αιτία του ίδιου φαινομένου είναι πάντοτε η αυτή. Η α.ε.λ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… …   Dictionary of Greek

  • Монофизитство — Христианство Портал:Христианство Библия Ветхий Завет · Новый Завет …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»