-
1 κελευμα...
κέλευμα...κέλευσμα, κέλευμα- ατος τό1) приказ, приказание(Λοξίου κελεύσμασιν ἥκω Aesch.; κελεύματι ἐπακούσας или πειθόμενος Her.)
2) боевой клич, призыв(κ. δ΄ ἦν κατ΄ ἄστυ Τροίας τόδε Eur.; ἐν κελεύσματι καὴ ἐν σάλπιγγι NT.)
3) командаἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος Thuc. и ἐκ κελεύσματος Aesch. — по общей команде, дружно, разом
4) зов, крик(νυκτίπλαγκτα κελεύματα Aesch.)
-
2 κελευσμα
κέλευσμα, κέλευμα- ατος τό1) приказ, приказание(Λοξίου κελεύσμασιν ἥκω Aesch.; κελεύματι ἐπακούσας или πειθόμενος Her.)
2) боевой клич, призыв(κ. δ΄ ἦν κατ΄ ἄστυ Τροίας τόδε Eur.; ἐν κελεύσματι καὴ ἐν σάλπιγγι NT.)
3) командаἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος Thuc. и ἐκ κελεύσματος Aesch. — по общей команде, дружно, разом
4) зов, крик(νυκτίπλαγκτα κελεύματα Aesch.)
См. также в других словарях:
κελεύσματος — κέλευθος road neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)