-
101 ὁμῑλέω
ὁμ-ῑλέω, zusammen sein, kommen, mit einem verkehren; ἐνὶ πρώτοισιν ὁμιλεῖ, er befindet sich unter den Ersten; παρὰ παύροισιν, mit wenigen umgehen; ἐνϑάδ' ὁμιλέομεν ποτιδέγμενοι, hier kommen wir zusammen, versammeln wir uns; περὶ νεκρόν, sich um den Toten sammeln; im feindlichen Sinne: zusammentreffen, handgemein werden; εὖτ' ἂν πρῶτον ὁμιλήσωσι φάλαγγες, sobald sie an einander geraten sind; von geselligem Verkehr, auch vom Orte: sich aufhalten, verweilen; βαρεῖα χώρᾳ τῇδ' ὁμιλήσω πάλιν, ich werde heimsuchen das Land; σύν τινι, von dem ehelichen Umgange gebraucht; übertr. von Aias, ὃς οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος, ἀλλ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ, außer sich geraten; auch οὔτε στεφάνων οὔτε κυλίκων νεῖμεν ἐμοὶ τέρψιν ὁμιλεῖν, er ließ mir zu Teil ; τῇ χώρῃ ὁμ., das Land betreten; φιλοσοφίᾳ, sich damit beschäftigen -
102 παρεκτός
παρ-εκτός, adv., außer, außerhalb -
103 παροίχομαι
παρ-οίχομαι, vorbeigehen; auch von der Zeit; τὰ παροιχόμενα, das Vergangene. Daher bei den Gramm. ὁ παρῳχημένος, sc. χρόνος, tempus praeteritum. Auch vorbeigehen, vernachlässigen, versäumen; πολυδρόμου φυγᾶς ὄφελος εἴ τί μοι, παροίχομαι δείματι, vor Furcht habe ich es nicht beachtet; ἐκτὸς ἔσομαι τοῦ νείκους, ich vermeide den Streit; δύστανε, μοίρας ὅσον παροίχει ist = wie sehr gehst du fehl, irrst du in deinem Geschick -
104 συντελής
συν-τελής, ές, (a) mit, zusammen Abgaben entrichtend, zu einer συντέλεια gehörend; δυοῖν ἐφάνη τριήραρχος ὁ τῆς μιᾶς ἕκτος καὶ δέκατος πρότερον συντελής, der vorher zu einem Schiffe mitsteuerte; so auch πόλις συντελής, die mit büßen muß (mit Paris); daher = zu derselben Bürgerklasse gehörig; (b) zinsbar, tributpflichtig an einen anderen Staat, ihm unterwürfig; πόλιν ὡς αὐτοὺς συντελῆ ποιεῖν, sich eine Stadt zinsbar machen -
105 σύντροφος
σύν-τροφος, mit, zugleich, zusammen gefüttert, ernährt; dah. mit einem durch Erziehung, Umgang verbunden, vertraut, wie Ajax die Athene nennt; übertr., οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος, ἀλλ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ, vom Wahnsinn des Ajax; gewöhnlich, von Krankheiten, die im Lande vorkommen; von Haustieren; active Bdtg, mit ernährend; τὴν μουσικὴν σύντροφον ποιεῖν τοῖς παισίν, die Kinder mit der Musik aufwachsen lassen
См. также в других словарях:
ἐκτός — without indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκτός — qualities masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕκτος — sixth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτός — (I) ἑκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που μπορεί κανείς να τον έχει, να τον αποκτήσει 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκτά οι ιδιότητες τής ουσίας (κατά τους Στωικούς). (II) επίρρ. (AM ἐκτός) 1. έξω, μακριά, προς τα έξω («στῆ δ ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ) 2.… … Dictionary of Greek
εκτός — 1. ως επίρρ. τοπ. με ρ., έξω, μακριά, προς τα έξω: Ο ίδιος κατοικεί στην πόλη, ο πατέρας του όμως μένει εκτός. 2. ως πρόθ. με την από και αιτ., πλην, εξόν, παρεκτός: Όλοι συμφωνούν εκτός από αυτόν. 3. στη χρήση αυτή εκφέρεται με τους συνδ. εάν,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκτος — η, ο (AM ἕκτος, η, ον) (τακτ. αριθμ.) αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό έξι νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το έκτο ένα από τα έξι ίσα μέρη ενός συνόλου 2. (το ουδ. ως επίρρ.) το έκτο κατά την έκτη σειρά ή για έκτη φορά αρχ. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
έκτος — η, ο αριθμ. τακτ. 1. που σε αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό 6. 2. το θηλ. ως ουσ., έκτη το διάστημα μεταξύ έξι φθόγγων της μουσικής κλίμακας (πρβλ. ογδόη). 3. το ουδ. ως ουσ., έκτο ένα από τα έξι ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε κάτι, το 1/6 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοὐκτός — ἑκτός , ἑκτός qualities masc nom sg ἐκτός , ἐκτός without indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκτά — ἑκτός qualities neut nom/voc/acc pl ἑκτά̱ , ἑκτός qualities fem nom/voc/acc dual ἑκτά̱ , ἑκτός qualities fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκριμένη ποίηση — Εκτός από τη ζωγραφική η έννοια του «συγκεκριμένου» επηρέασε και τον ποιητικό λόγο και, γενικότερα, τη λογοτεχνία. Στην πρώτη χρονολογικά Ανθολογία συγκεκριμένης ποίησης (1983), που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, ο ανθολόγος Κ. Γιαννουλόπουλος, ανάμεσα … Dictionary of Greek
'κτός — ἐκτός , ἐκτός without indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)