-
21 εκπυρηνιζομένης
-
22 ἐκπυρηνιζομένης
-
23 εκπυρηνιζομένου
-
24 ἐκπυρηνιζομένου
-
25 εκπυρηνιζομένω
-
26 ἐκπυρηνιζομένῳ
-
27 εκπυρηνιζούσης
-
28 ἐκπυρηνιζούσης
-
29 εκπυρηνιζόμενα
-
30 ἐκπυρηνιζόμενα
-
31 εκπυρηνισθή
-
32 ἐκπυρηνισθῇ
-
33 εκπυρηνισθεισών
-
34 ἐκπυρηνισθεισῶν
-
35 εκπυρηνισθέν
-
36 ἐκπυρηνισθέν
-
37 εκπυρηνισθέντων
-
38 ἐκπυρηνισθέντων
-
39 εκπυρηνίζειν
-
40 ἐκπυρηνίζειν
См. также в других словарях:
εκπυρηνίζω — (AM ἐκπυρηνίζω) αφαιρώ τον πυρήνα καρπού νεοελλ. αφαιρώ με διατομή περιγεγραμμένο όγκο ή όργανο αρχ. εκπιέζω … Dictionary of Greek
ἐκπυρηνίζῃ — ἐκπυρηνίζω squeeze out the stone pres subj mp 2nd sg ἐκπυρηνίζω squeeze out the stone pres ind mp 2nd sg ἐκπυρηνίζω squeeze out the stone pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπυρηνιζομένων — ἐκπυρηνίζω squeeze out the stone pres part mp fem gen pl ἐκπυρηνίζω squeeze out the stone pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπυρηνιζόμενον — ἐκπυρηνίζω squeeze out the stone pres part mp masc acc sg ἐκπυρηνίζω squeeze out the stone pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπυρηνιζόντων — ἐκπυρηνίζω squeeze out the stone pres part act masc/neut gen pl ἐκπυρηνίζω squeeze out the stone pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπυρηνίζει — ἐκπυρηνίζω squeeze out the stone pres ind mp 2nd sg ἐκπυρηνίζω squeeze out the stone pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπυρηνιζομένη — ἐκπυρηνίζω squeeze out the stone pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπυρηνιζομένην — ἐκπυρηνίζω squeeze out the stone pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπυρηνιζομένης — ἐκπυρηνίζω squeeze out the stone pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπυρηνιζομένου — ἐκπυρηνίζω squeeze out the stone pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπυρηνιζομένῳ — ἐκπυρηνίζω squeeze out the stone pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)