-
1 εκπνοη
ἥ1) выдыхание, выдох Plat., Arst.2) испарение3) pl. дыхание, веяние(Τυφῶνος Plut.)
4) pl. хрипение(θανάσιμοι ἐκπνοαί Eur.)
-
2 εκπνοή
η1) выдыхание; выдох; 2) испускание (духа; запаха); 3) смерть; 4) истечение (срока) -
3 εκπνοή
[экпнои] ουσ θ выдыхание, выдых. -
4 αναπνοη
поэт. ἀμπνοή, дор. ἀμπνοά ἥ1) вдыхание, вдох(ἀ. καὴ ἐκπνοή Plat., Arst.)
2) дыханиеἀναπνοὰς ἔχειν Soph. — дышать, жить;
ὑπὸ τέν ἀναπνοήν Polyb. — единым духом;τέν ἀναπνοέν ἀπολαβεῖν τινος Plut. — удушить кого-л.;ἥ προσπεσοῦσα ταῖς ἀναπνοαῖς δύναμις Diod. — задержка дыхания3) испарение(τοῦ σώματος Plat.)
4) передышка, отдыхἀ. τινος Pind., Eur. — отдых от чего-л.;
5) отдушина, отверстие(ἀναπνοαὴ καὴ φρέατα Plut.)
-
5 διεκπνοη
См. также в других словарях:
ἐκπνοῇ — ἐκπνοή breathing out fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπνοή — breathing out fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκπνοή — η (AM ἐκπνοή) η έξοδος τού αέρα από τα αναπνευστικά όργανα νεοελλ. λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου («εκπνοή προθεσμίας») αρχ. 1. θάνατος 2. αναθυμίαση ή πνοή σε μορφή ατμού 3. το στόμιο απ όπου εξατμίζεται κάτι περιορισμένο σε κλειστό χώρο … Dictionary of Greek
εκπνοή — η 1. η δεύτερη φάση της αναπνοής, όπου γίνεται η εξαγωγή του αέρα (πνοής) από τα αναπνευστικά όργανα. 2. μτφ., ξεψύχισμα, θάνατος, πεθαμός. 3. (για προθεσμίες), λήξη, τέρμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκπνοαῖς — ἐκπνοή breathing out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπνοαί — ἐκπνοή breathing out fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπνοῆς — ἐκπνοή breathing out fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπνοήν — ἐκπνοή breathing out fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπνοῶν — ἐκπνοή breathing out fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek