-
21 вклад
-а α.1. κατάθεση, καταβολή•вклад денег в сберегательной кассе κατάθεση χρημάτων στο ταμιευτήριο.
2. προσφορά, αφιέρωση, τάμα (σε εκκλησία, μοναστήρι).3. μτφ. συμβολή, συνεισφορά, συνδρομή•ценный вклад в науку πολύτιμη συμβολή στην επιστήμη.
-
22 западный
επ.δυτικός•западный ветер δυτικός άνεμος•
-ая граница τα δυτικά σύνορα•
в -ом направлении προς τα δυτικά•
-ая церковь η ρωμαιοκαθολική εκκλησία.
-
23 капелла
-ы θ.1. χορωδία.2. παρεκκλήσι καθολικό, καπέλα. || διαμέρισμα στην καθολική εκκλησία. -
24 кирка
-
25 ковш
-а α.1. αντλητήρι, δοχείο άντλησης.2. (τεχ.) κάδος εκσκαφέα. || χοάνη• χωνί. || μυχός κόλπου. || καδί οινοπνΐ• ποτών.εκφρ.чужим -ом добром подносить – με ξένα κόλλυβα δεν πάνε στην εκκλησία. -
26 латинский
επ.λατινικός•латинский язык λατινική γλώσσα•
-ая Америка Λατινική Αμερική.
|| παλ. καθολικός•-ая церковь η καθολική εκκλησία.
-
27 лютеранский
επ.λουθηριανός•-ая церковь λουθηριανή εκκλησία.
-
28 монастырь
-я α.μοναστήρι, μονή λαύρα•мужской монастырь μοναστήρι καλόγερων•
женский μοναστήρι καλογριών.
|| η μοναστηριακή κοινότητα ή κοινόβιο. || η εκκλησία καθώς και όλη η μοναστηριακή ιδικτησία.εκφρ.подвести под монастырь – (απλ.) φέρνω σε δύσκολη θέση. -
29 одноглавый
επ. одноглавый орл μονοκέφαλος αετός•-ая церковь μονόθολη (μονότρουλη) εκκλησία.
-
30 отречённый
κ. отреченныйεπ. παλ. απαγορευμένος.εκφρ.-ые книги ή -ая литература – απαγορευμένα βιβλία από την εκκλησία, τα απόκρυφα, τα ακανόνιστα, τα ψευδεπίγραφα βιβλία. -
31 подворье
-я ουδ.1. παλ. πανδοχείο, χάνι.2. εκκλησία μοναστηριού μέσα στην πόλη.3. (διαλκ.) αγροικία, αγρόκτημα έπαυλη. -
32 православный
επ.1. ορθόδοξος•-ые праздники γιορτές της ορθόδοξης εκκλησίας•
-ая церковь ορθόδοξη εκκλησία•
-ая теология ορθόδοξη θεολογία•
православный христианин ορθόδοξος χριστιανός.
2. ουσ. ο ορθόδοξος. -
33 пресвитерианский
επ.πρεσβυτεριανός•-ая церковь η εκκλησία των Ήρεσβυτεριανών.
-
34 пятиглавый
επ.1. πεντακέφαλος•пятиглавый дракон πεντακέφαλος δράκος.
2. με πέντε θόλους•-ая церковь εκκλησία με πέντε τρούλους.
-
35 реформатский
επ.1. της Μεταρρύθμισης•-ие войны οι πόλεμοι, της Μεταρρύθμισης.
2. διαμαρτυρόμενος•-ая церковь η διαμαρτυρόμενη εκκλησία.
-
36 римский
επ.ρωμαϊκός•римский театр ρωμαϊκό θέατρο•
-ое общество η ρωμαϊκή κοινωνία.
εκφρ.римский папа – ο πάπας της Ρώμης•римский нос – γρυπή μύτη•- ая церковь – ρωμαιοκαθολική εκκλησία•- ие цифры – λατινικοί αριθμοί. -
37 секуляризация
-и θ.1. κρατικοποίηση, κοινών ικοποίηση (εκκλησ ιαστ ικής-μοναστη ριακής ιδιοκτησίας).2. αποχωρισμός από την εκκλησία, λαίκευση•секуляризация школьного преподавания λα-ίκευση της σχολικής διδασκαλίας.
-
38 секуляризировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.κρατικοποιώ, κοινωνικοποιώ (περιουσία εκκλησιαστική–μοναστηριακή). || αποχωρίζω από την εκκλησία• λαϊκεύω. -
39 спас
спас 1-а (-у) α., στην εκφρ. -а (-у) нет (απλ.) α) δεν υπάρχει, σωτηρία, β) δεν υπάρχει τάση ή διάθεση.спас 2-а α., κλητική πτώση παλ. σωτήρας ναυαγοσώστης, ναυαγοσωστικό σκάφος. || εκκλησία του Σωτήρα, η γιορτή του Σωτήρα.εκφρ.спасе! – (επιφ.) Θεέ μου, Χρ ιστέ μου! Σωτήρα μου! (για θαυμασμό, αγανάκτηση, χαρά κλπ.). -
40 стащить
-щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стащенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.1. σέρνω, σύρω, μεταφέρω σέρνοντας•стащить мешок σέρνω το τσουβάλι.
|| παίρνω•стащить скатерть со стола παίρνω το τραπεζομάντηλο από το τραπέζι.
|| βγάζω•стащить чулки βγάζω τις κάλτσες•
стащить сэлоги βγάζω τις μπότες.
2. τραβώ•стащить лодку в воду τραβώ τη βάρκα στο νερό.
|| παρασύρω? его -ли в церковь τον πήραν στην εκκλησία.3. κλέφτω, βουτώ.βγαίνω• αφαιρούμαι• μετακινούμαι με δυσκολία.
См. также в других словарях:
εκκλησία — εκκλησία, η και εκκλησιά, η 1. το σύνολο των χριστιανών, ο χριστιανισμός, η χριστιανοσύνη. 2. το σύνολο των θρησκευτικών λειτουργών και ιδρυμάτων μιας χώρας, που υπάγονται σε αυτοκέφαλη ορθόδοξη εκκλησιαστική εξουσία: Η Εκκλησία της Κύπρου. 3. το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκκλησία — ἐκκλησίᾱ , ἐκκλησία assembly duly summoned fem nom/voc/acc dual ἐκκλησίᾱ , ἐκκλησία assembly duly summoned fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… … Dictionary of Greek
ἐκκλησίᾳ — ἐκκλησίαι , ἐκκλησία assembly duly summoned fem nom/voc pl ἐκκλησίᾱͅ , ἐκκλησία assembly duly summoned fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκκλησία του δήμου — Στην ελληνική αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι λαϊκές συνελεύσεις, που αποτελούσαν το ανώτατο όργανο άσκησης της εξουσίας στη δημοκρατική πολιτεία. Στην ε. του δ. συμμετείχαν, με δικαίωμα λόγου και ψήφου, όλοι οι πολίτες –οι ελεύθεροι από πατέρα… … Dictionary of Greek
Επισκοπαλική Εκκλησία — Εκκλησία που αποσπάστηκε από την Αγγλικανική και έγινε ανεξάρτητη κατά την περίοδο της Αμερικανικής επανάστασης. Το έτος ίδρυσής της τοποθετείται στο 1789, όταν επικυρώθηκε στη Φιλαδέλφεια γενική εκκλησιαστική συνθήκη της Προτεσταντικής Εκκλησίας … Dictionary of Greek
Ορθόδοξη Εκκλησία — Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται οι ανατολικές χριστιανικές κοινότητες, που ύστερα από μακρές αντιθέσεις, χωρίστηκαν από τη Ρώμη μετά το σχίσμα (11ος αι.), προπάντων γιατί ήταν αντίθετες στο θέμα του πρωτείου του πάπα σε όλο τον χριστιανικό… … Dictionary of Greek
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι … Dictionary of Greek
Ευαγγελική Εκκλησία — Προτεσταντική ομολογία την οποία ίδρυσε, αρχικά με την ονομασία Ευαγγελική Εταιρεία, ο Αμερικανός μεθοδιστής Ιάκωβος Άλμπρεχτ (1759 1808). Αργότερα, το 1922, μετονομάστηκε Ευαγγελική Εκκλησία. Η διδασκαλία της είναι κράμα μεθοδισμού και ηθικού… … Dictionary of Greek
Αλβανίας, Ορθόδοξη Εκκλησία — Ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη το 1937 με την έκδοση σχετικού πατριαρχικού και συνοδικού τόμου του οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Αφού δέχτηκε διωγμούς και διώξεις από το κομουνιστικό καθεστώς της χώρας, μέχρι την πλήρη εξάρθρωσή της,… … Dictionary of Greek
Καθολική Εκκλησία — Βλ. λ. Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία … Dictionary of Greek