-
1 παντως
adv.1) совсем, полностью, вполне, целиком, совершенноἔδεε π. Her. — было совершенно необходимо;
π. οὐ Hom. — совершенно не, нисколько не2) во всяком случае(π. οὐ σέ αὕτη ἥ τιμή Plat.)
ἄλλως τε π. Aesch. — вообще, во всяком случае3) непременноπ. ἐθέλειν Her. — захотеть во что бы то ни стало
4) ( в ответах) вполне, конечно, разумеется(π. που, π. δήπου Plat.)
-
2 προθυμια
ион. προθῡμίη ἥ1) желание, стремлениеἐκ τῆς προθυμίης и κατὰ τέν προθυμίην τινός Her. — по чьему-л. желанию;
τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ πολεμεῖν Eur. — бороться против воли божества2) готовность, усердие, рвениеπάσῃ προθυμίᾳ Plat. и μετὰ πάσης προθυμίας NT. — со всей готовностью, ревностно;
ὑπὸ προθυμίας Plat. — от (чрезмерного) усердия;μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας Plat. — не щадить усилий;ᾗσι προθυμίῃσι (μῑ!) πεποιθώς Hom. — полный рвения;π. τοῦ ἐθέλειν κινδυνεύειν καὴ μάχεσθαι Plat. — готовность к опасному бою;ταῖς προθυμίαις καινοὴ γενόμενοι πρός τι Plut. — вновь возгоревшиеся страстью к чему-л.;σιτία μαλακὰς ἐνδιδόντα προθυμίας Plut. — не раздражающая пища3) (благо)склонность, расположение, преданность(ἐπί τινα и ἔν τινι Her., εἴς и περί τινα Xen.; τινός Eur.)
4) забота(ὑπὲρ σωτηρίας τινός Dem.)
5) порывистость, взбалмошность
См. также в других словарях:
ἐθέλειν — ἐθέλω to be willing pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'θέλειν — ἐθέλειν , ἐθέλω to be willing pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
κυαμευτός — κυαμευτός, η, όν (Α) [κυαμεύω] 1. (για άρχοντα) αυτός που εκλέγεται με ψήφο, με ψηφοφορία («λέγων ὡς μῶρον εἴη τοὺς μὲν τῆς πόλεως ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι, κυβερνήτη δὲ μηδένα ἐθέλειν χρῆσθαι κυαμευτῷ», Ξεν.) 2. (για ψηφοφορία) αυτή που… … Dictionary of Greek
ομαλότητα — η (ΑΜ ὁμαλότης) [ομαλός] (ιδίως για επιφάνεια) η ιδιότητα τού ομαλού, το να είναι κάτι επίπεδο ή λείο, χωρίς εσοχές ή εξοχές, χωρίς ανωμαλίες («ὁμαλότης τοῡ ἐνόπτρου», Αριστοτ.) νεοελλ. πολιτική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ευρυθμία τού… … Dictionary of Greek
προκινδυνεύω — ΝΑ [κινδυνεύω] αγωνίζομαι για κάτι αψηφώντας τον κίνδυνο (α. «πολίτου δ ἁγαθοῡ νομίζω προκινδυνεύειν ἐθέλειν τοῡ πλήθους», Ανδοκ. β. «προκινδυνεύειν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας», Λυσ.) αρχ. 1. εκτίθεμαι σε κίνδυνο αγωνιζόμενος στην πρώτη γραμμή τής μάχης … Dictionary of Greek
πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι … Dictionary of Greek
σφαδάζω — ΝΜΑ, και σφαράζω και σφαράσσω Ν, και δ. γρφ. σφαδάζω και σφαδαΐζω και σφραδάζω Α κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με σφοδρότητα, σπαρταρώ (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ τού δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», Πλούτ.)… … Dictionary of Greek
ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ … Dictionary of Greek