-
1 θανατόω
θανατόω, tödten; πάντως ἐμέ γ' οὐ ϑανατώσει Aesch. Prom. 1055; τὸ ϑανατωϑὲν ἢ τρωϑέν Plat. Legg. IX, 862 c; bes. zum Tode verurtheilen, hinrichten, Her. 1, 113; ὁ τῆς πόλεως κοινὸς δήμιος ϑανατωσάτω Plat. Legg. IX, 872 c; ἐϑανατώϑη ὡς ἀπειϑῶν Xen. An. 2, 6, 2; οἱ τεϑανατωμένοι Pol. 24, 4, 5; S0., wie Plut. Fab. Max. 9.
См. также в других словарях:
θανατώνω — (AM θανατῶ, όω) [θάνατος] 1. επιφέρω σε κάποιον τον θάνατο, σκοτώνω (α. «παρά μικρόν δέν ἔλειψεν ἵνα μὲ θανατώσουν», Πρόδρ. β. «τὸν μὲν ἔφερε θανατώσων παῖδα», Ηρόδ.) 2. καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. θανατώνομαι και θανατούμαι, όομαι… … Dictionary of Greek