-
1 ἐζημιώθην
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐζημιώθην
См. также в других словарях:
ἐζημιώθην — ζημιόω cause loss aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ζημιόω cause loss aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)