-
1 ἐδύνασθε
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐδύνασθε
См. также в других словарях:
ἐδύνασθε — δύναμαι to be able imperf ind mp 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)