-
1 εδυνάσθησαν
-
2 ἐδυνάσθησαν
См. также в других словарях:
ἐδυνάσθησαν — δύναμαι to be able aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εδυνάσθησαν
2 ἐδυνάσθησαν
ἐδυνάσθησαν — δύναμαι to be able aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)