-
1 δέχομαι
δέχομαι ['вмещать'] 1. брать; ( получать через орган слуха) слышать; 2. помещать гостя, оказывать гостеприимство; ( in malam partem) встречать врага; 3. признавать, допускать; смиряться ion. δέκομαι, fut. δέξομαι aor. ἐδεξάμην
См. также в других словарях:
ἐδεξάμην — δέχομαι take aor ind mid 1st sg δείκνυμι bring to light aor ind mid 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξίδωρος — δεξίδωρος, ον (Α) αυτός που δωροδοκείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + δωρος < δώρον. (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ. αλεξίκακος, αερσίλοφος, βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δεξίλογος — η, ο όποιος δέχεται τη λογοδοσία κάποιου ή δικαιούται να ζητήσει λογοδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + λόγος < λόγος (πρβλ. δεξίδωρος, δεξιήνεμος, δεξίμηλος). Η λ. μαρτυρείται στους Ελληνικούς Κώδικες (αρχή… … Dictionary of Greek
δεξίμηλος — δεξίμηλος, ον (Α) αυτός που δέχεται ως θυσία πρόβατα, ο πλούσιος σε θυσίες («λεῑπε δεξίμηλον δόμον τῆς ποντίας Θεοῡ», Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + μηλος < μήλον «πρόβατο» (πρβλ. δεξίδωρος, δεξιήνεμος,… … Dictionary of Greek
δεξίπυρος — δεξίπυρος, ον (Α) φρ. «δεξιπύρους θυμέλας» τις θυμέλες που δέχονται το πυρ, που τοποθετούνται επάνω τους ξύλα αναμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + πυρος < πυρ. (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ. αλεξίκακος … Dictionary of Greek
δεξίστρατος — δεξίστρατος, ον (Α) αυτός που δέχεται, που μπορεί να δεχθεί μεγάλα πλήθη («δεξίστρατον ἀγοράν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξί < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + στρατός «πλήθος». (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ. αλεξίκακος, βροντησικέραυνος,… … Dictionary of Greek
δεξιήνεμος — η, ο (για πλοίο ή για την πορεία του) αυτός που δέχεται τον άνεμο από τα δεξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + άνεμος. Το η τής λ. οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει. (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ.… … Dictionary of Greek
ενιδρύω — (AM ἐνιδρύω) ιδρύω σ έναν τόπο, εγκαθιδρύω, τοποθετώ μέσα, θεμελιώνω («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.) μσν. εγκαθιστώ («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε τοῑς βασιλείοις θρόνοις», Μανασσ.) αρχ. 1. μέσ. ενιδρύομαι χτίζω,… … Dictionary of Greek