-
1 ἐδίψησα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐδίψησα
См. также в других словарях:
ἐδίψησα — διψάω thirst aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)