-
1 καθειρξις
- εως ἥ1) запирание, вкладывание, положение(εἰς τέν σορὸν Ὀσίριδος Plut.)
2) сдерживание(τῶν ἐπιθυμιῶν ὑπὸ λόγου Plut.)
См. также в других словарях:
μέθειρξις — μέθειρξις, ἡ (Μ) αιχμαλωσία, φυλάκιση, κάθειρξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθ. μετά + εἷρξις (< εἵργω «φυλακίζω»), πρβλ. κάθ ειρξις] … Dictionary of Greek