-
1 παραχωρέω
A- ήσομαι D.23.105
, later :— go aside: rarely in lit. sense, to be displaced, Hp.Loc.Hom.47 : mostly, make way, give place, abs., Ar.Ra. 767, Ec. 633, And.1.26, Pl.Smp. 213b, D.17.1, etc.; τινι for one, X.HG5.4.28, Arr.Epict.4.1.107, etc.b give way, yield, submit, τινι to one, Pl.Prt. 336b ; τινί τινος in respect of.., ib.c. c. acc. cogn., εἴ τις ταῦτα παραχωρήσειε should concede this, Arist. de An. 410b25 : c. acc. et dat.,π. τῷ νομοθετοῦντι τοιάδε Pl.Lg. 959e
.2 π. τινός retire from..,ὑμᾶς ἀξιῶ.. μὴ παραχωρεῖν τῆς τάξεως D.3.36
; ἐκ τῆς πόλεως v.l. in D.H.6.50.3 step aside out of the way for another, as a mark of respect,ὁδοῦ π. τὸν νεώτερον πρεσβυτέρῳ X.Mem.2.3.16
: in full, c. dat. pers. et gen. rei vel loci,ὁ ποταμὸς ἡμῖν παρακεχώρηκε τῆς ὁδοῦ Id.Cyr.7.5.20
;π. σοι τοῦ βήματος Aeschin.3.165
; τοῖς ἐχθροῖς τῆς ἡμετέρας π. Isoc.6.13 ; Φιλίππῳ.. Ἀμφιπόλεως παρακεχωρήκαμεν we have given up Amphipolis to him, D.5.25 ;τῆς ἐλευθερίας π. Φιλίππῳ Id.18.68
;π. τινὶ τῶν αὑτοῦ Id.37.50
; ; τῇ πόλει παραχωρῶ τῆς τιμωρίας I leave the task of punishment to the state, Id.21.28 ; π. τισὶ τῆς πολιτείας, τῆς ἀρχῆς, etc., Aeschin.3.5, Plb.4.5.1, etc.4 concede,π. τινί τι LXX 2 Ma.2.28
;τὰ ὡμολογημένα Arr.Epict.1.7.15
; π. τινὶ θέσθαι τι allow, permit, Pl. Plt. 260e ; εἰ δὲ ἐπελάθετο, νῦν παρασχέσθω· ἐγὼ παραχωρῶ (sc. αὐτῷ παρασχέσθαι) Id.Ap. 34a ; deliver, hand over, σώματα ταλάντου π. LXX 2 Ma.8.11 :—[voice] Pass., to be permitted or conceded, Corn.Rh.p.366 H., Plu. 2.787d.b in Law, give up, surrender a holding, claim. or right, PTeb.5.82(ii B.C.), PGrenf.2.33.3 (ii/i B.C.), etc.; (i B. C.) : c. dat., Arch.Pap.5.390(i A. D.) :—[voice] Pass., PTeb.30.28 (ii B.C.) ; also παρακεχωρημένος τὸν Μενάνδρου κλῆρον having had his holding ceded to me, ib.31.16 (ii B.C.) ; (Egypt, i A.D.).5 ἐνταῦθα π. comes to this, results in this, Plu.2.365c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραχωρέω
См. также в других словарях:
εώ — (I) (ΑΜ ἐῶ, άω και επικ. τ. εἰῶ) νεοελλ. (μόνο η προστ. ως ναυτ. παράγγελμα) έα άφηνε, χαλάρωνε μσν. αρχ. αφήνω, καταλείπω, παραχωρώ κάτι σε κάποιον («Κρέοντί τε θρόνους ἐᾱσθαι», Σοφ.) αρχ. 1. αφήνω, επιτρέπω, δεν εμποδίζω, συγχωρώ («ἐᾱν δ… … Dictionary of Greek
επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
αντιμετρώ — ( άω) (μέσ., ούμαι, ιέμαι, ιούμαι) (AM ἀντιμετρῶ, έω μέσ., ἀντιμετροῡμαι) Ι. 1. παραχωρώ, δίνω κάτι ως αντάλλαγμα, αποζημίωση ή αμοιβή 2. πληρώνω, ανταμείβω κι εγώ με τη σειρά μου νεοελλ. τιμωρώ αρχ. συγκρίνω II. (μέσ., ομαι) νεοελλ. παραβάλλομαι … Dictionary of Greek
συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… … Dictionary of Greek
συναρέσκω — ΜΑ, αττ. και επικ. τ. ξυναρέσκω Α [ἀρέσκω] 1. (κυρίως ως τριτοπρόσ.) συναρέσκει (ενν. μοι) αρέσει και σε μένα επίσης, ευαρεστούμαι και εγώ ταυτόχρονα με άλλον («οὐδέ γε τὸ φρουροὺς μισθῶσαι, συνήρεσκέ μοι», Ξεν.) 2. (μέσ. και παθ.) συναρέσκομαι… … Dictionary of Greek