-
1 εγνώριστο
-
2 ἐγνώριστο
См. также в других словарях:
ἐγνώριστο — γνωρίζω make known plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εγνώριστο
2 ἐγνώριστο
ἐγνώριστο — γνωρίζω make known plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)