-
21 ἐνκ
ἐνκ- s. ἐγκ-.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έπογκος — ἔπογκος, ον (Α) έγκυος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + όγκος (< εν εγκ είν), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα (ογκ ) τού θ. *εγκ ] … Dictionary of Greek
ενεγκείν — ἐνεγκεῑν (Α) απρμφ. αόρ. τού φέρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη ρίζα *enek, τότε η ετεροιωμένη μορφή *enok (με αττικό αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. εν ήνοχ α, ενώ η μηδενισμένη βαθμίδα *enk, που… … Dictionary of Greek
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
ποθεινότατος — άτη, ον,ΜΑ πάρα πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος («Ἰησοῡ μου ποθεινότατε ἔκραζεν ἡ Παρθένος», Εγκ. Επιταφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. υπερθ. βαθμός τού επιθ. ποθεινός*] … Dictionary of Greek
αναδίδυμοι — Άτομα που γεννιούνται ενωμένα μεταξύ τους και έχουν ορισμένα ή όλα τα όργανα διπλά. Η επιστημονική μελέτη των τερατογενέσεων άρχισε ουσιαστικά από τον Άγγλο φυσιολόγο Γουίλιαμ Χάρβεϊ (1651), που σωστά επισήμανε ότι αυτές οφείλονταν σε αποκλίσεις… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
enek̂-, nek̂-, enk̂-, n̥k̂- (*henek-) — enek̂ , nek̂ , enk̂ , n̥k̂ (*henek ) English meaning: to reach; to obtain Deutsche Übersetzung: “reichen, erreichen, erlangen” and (nur Gk. Bal. Slav.) “tragen” Material: O.Ind. asnōti, Av. ašnaoiti (*n̥k̂ neu ) “ if something is… … Proto-Indo-European etymological dictionary