-
61 ἐνέκρινε
ἐνέκρῑνε, ἐγκρίνωreckon in: aor ind act 3rd sgἐνέκρῑνε, ἐγκρίνωreckon in: imperf ind act 3rd sg -
62 ενέκρινον
ἐνέκρῑνον, ἐγκρίνωreckon in: imperf ind act 3rd plἐνέκρῑνον, ἐγκρίνωreckon in: imperf ind act 1st sg -
63 ἐνέκρινον
ἐνέκρῑνον, ἐγκρίνωreckon in: imperf ind act 3rd plἐνέκρῑνον, ἐγκρίνωreckon in: imperf ind act 1st sg -
64 εγκεκριμέναις
-
65 ἐγκεκριμέναις
-
66 εγκεκριμένην
-
67 ἐγκεκριμένην
-
68 εγκεκριμένης
-
69 ἐγκεκριμένης
-
70 εγκεκριμένος
-
71 ἐγκεκριμένος
-
72 εγκεκριμένου
-
73 ἐγκεκριμένου
-
74 εγκεκριμένους
-
75 ἐγκεκριμένους
-
76 εγκεκριμένως
-
77 ἐγκεκριμένως
-
78 εγκεκρίσθω
-
79 ἐγκεκρίσθω
-
80 εγκρίναι
См. также в других словарях:
εγκρίνω — εγκρίνω, ενέκρινα βλ. πίν. 172 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἐγκρίνω — ἐγκρί̱νω , ἐγκρίνω reckon in aor subj act 1st sg ἐγκρί̱νω , ἐγκρίνω reckon in pres subj act 1st sg ἐγκρί̱νω , ἐγκρίνω reckon in pres ind act 1st sg ἐγκρί̱νω , ἐγκρίνω reckon in aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρινῶ — ἐγκρῐνῶ , ἐγκρίνω reckon in aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἐγκρῐνῶ , ἐγκρίνω reckon in fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκρίνω — (Α ἐγκρίνω) 1. ύστερα από κρίση ή εξέταση παραδέχομαι κάτι ως σωστό, επιδοκιμάζω («ἐροῡ τιν ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῑδα τὸν ἐμόν», Ευρ., Ηλέκτρα) 2. επικροτώ, χαρακτηρίζω ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον»,… … Dictionary of Greek
εγκρίνω — ενέκρινα, εγκρίθηκα, εγ(κε)κριμένος, μτβ. 1. ύστερα από κρίση αποδέχομαι κάτι ως ορθό, παραδέχομαι: Η αντιπολίτευση δεν εγκρίνει την κυβερνητική πολιτική. 2. με την έγκρισή μου κάτι το κάνω έγκυρο, το επικυρώνω: Εγκρίθηκε η δαπάνη από το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκεκριμένα — ἐγκρίνω reckon in perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγκεκριμένᾱ , ἐγκρίνω reckon in perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐγκεκριμένᾱ , ἐγκρίνω reckon in perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεκριμένον — ἐγκρίνω reckon in perf part mp masc acc sg ἐγκρίνω reckon in perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεκριμένων — ἐγκρίνω reckon in perf part mp fem gen pl ἐγκρίνω reckon in perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρῖνον — ἐγκρίνω reckon in pres part act masc voc sg ἐγκρίνω reckon in pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδοκιμάζω — εγκρίνω, αποδέχομαι, επικροτώ («επιδοκιμάζω τις απόψεις σου») … Dictionary of Greek
ἐγκεκριμέναις — ἐγκρίνω reckon in perf part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)