-
81 ἔγκρυψον
-
82 εγκεκρυμμένην
-
83 ἐγκεκρυμμένην
-
84 εγκεκρυμμένης
-
85 ἐγκεκρυμμένης
-
86 εγκεκρυμμένοι
-
87 ἐγκεκρυμμένοι
-
88 εγκεκρυμμένος
-
89 ἐγκεκρυμμένος
-
90 εγκεκρυμμένου
-
91 ἐγκεκρυμμένου
-
92 εγκεκρυμμένους
-
93 ἐγκεκρυμμένους
-
94 εγκεκρυμμένως
-
95 ἐγκεκρυμμένως
-
96 εγκεκρυφέναι
-
97 ἐγκεκρυφέναι
-
98 εγκεκρυφώς
-
99 ἐγκεκρυφώς
-
100 εγκεκρύφθαι
См. также в других словарях:
εγκρύπτω — ἐγκρύπτω και ἐγκρύβω (Α) 1. κρύβω μέσα 2. κρατώ κάτι κρυμμένο … Dictionary of Greek
ἐγκεκρυμμένα — ἐγκρύπτω hide perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγκεκρυμμένᾱ , ἐγκρύπτω hide perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐγκεκρυμμένᾱ , ἐγκρύπτω hide perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρύψω — ἐγκρύπτω hide aor subj act 1st sg ἐγκρύπτω hide fut ind act 1st sg ἐγκρύπτω hide aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνκεκρυμμένα — ἐγκρύπτω hide perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐνκεκρυμμένᾱ , ἐγκρύπτω hide perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐνκεκρυμμένᾱ , ἐγκρύπτω hide perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέκρυφεν — ἐγκρύπτω hide plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἐγκρύπτω hide perf ind act 3rd sg ἐγκρύπτω hide aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεκρυμμέναι — ἐγκρύπτω hide perf part mp fem nom/voc pl ἐγκεκρυμμένᾱͅ , ἐγκρύπτω hide perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεκρυμμένον — ἐγκρύπτω hide perf part mp masc acc sg ἐγκρύπτω hide perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεκρυμμένων — ἐγκρύπτω hide perf part mp fem gen pl ἐγκρύπτω hide perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρυβομένων — ἐγκρύπτω hide pres part mp fem gen pl ἐγκρύπτω hide pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρυβέντα — ἐγκρύπτω hide aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐγκρύπτω hide aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρυβέντων — ἐγκρύπτω hide aor part pass masc/neut gen pl ἐγκρύπτω hide aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)