Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐγκλημάτων

  • 21 ἄφεσις

    ἄφεσις, έσεως, ἡ (s. ἀφίημι; Pla.+)
    the act of freeing and liberating from someth. that confines, release fr. captivity (Polyb. 1, 79, 12; SIG 374, 21; PGrenf I, 64, 5; 1 Esdr 4, 62; Philo, Mut. Nom. 228 [after Lev 25:10]; Jos., Ant. 12, 40; 17, 185) Lk 4:18ab (Is 61:1; 58:6); B 3:3 (Is 58:6); 14:9 (Is 61:1).
    the act of freeing from an obligation, guilt, or punishment, pardon, cancellation (Pla., Leg. 9, 869d φόνου; Diod S 20, 44, 6 ἐγκλημάτων; 32, 2, 6 τῆς τιμωρίας; Dionys. Hal. 8, 50 al.; En 13:4 and 6; Philo, Mos. 2, 147 ἀ. ἁμαρτημάτων, Spec. Leg. 1, 215; 237; Jos., Bell. 1, 481; exx. fr. ins and pap in Nägeli 56. Cp. also Dt 15:3; Jdth 11:14; 1 Macc 10:34; 13:34. For history of the word Dssm., B 94–97 [BS 98–101]) ἁμαρτιῶν forgiveness of sins i.e. cancellation of the guilt of sin (Iren. 1, 21, 2 [Harv. I 182, 4]; Theoph. Ant. 2, 16 [p. 140, 9]) Mt 26:28; Mk 1:4; Lk 1:77; 3:3; 24:47; Ac 2:38; 5:31 (δοῦναι ἄφεσιν as Diod S 20, 54, 2); 10:43 (λαβεῖν; likew. TestSol 6:10 A; Just., D. 141, 2 al.); 13:38; 26:18; Col 1:14; B 5:1; 6:11; 8:3; 11:1; 16:8; Hm 4, 3, 1ff; AcPl Ha 2, 30. For this ἄ. τ. παραπτωμάτων Eph 1:7; τοῖς παραπτώμασιν ἄ. Hm 4, 4, 4 (cp. ἄφεσις ἁμαρτημάτων Orig., C. Cels. 1, 47, 4); ἄ. abs. in same sense (Hippol., Ref. 6, 41, 2) Mk 3:29; Hb 9:22; 10:18. τὸ τῆς ἀφέσεως what is offered for forgiveness of sins GJs 1:1; αἰτεῖσθαι ἄφεσίν τινι ask forgiveness for someone 1 Cl 53:5 (εὔχεσθαί τε καὶ αἰτεῖν … παρὰ τοῦ θεοῦ Just., A I, 61, 2).—ERedlich, The Forgiveness of Sins ’37; VTaylor, Forgiveness and Reconciliation (in the NT) ’41; HThyen, Studien z. Sündenvergebung im NT ’70.—DELG s.v. ἵημι. EDNT. M-M. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἄφεσις

  • 22 ὄχλος

    ὄχλος, ου, ὁ (Pind., Hdt.+; ins, pap, LXX; TestJob 24:10; TestJud 7:1; ApcrEzk [Epiph. 70, 8]; EpArist, Philo, Joseph.; Ath. 1, 4; on relation of ὄχλος to ὀχλέω s. MMeier-Brüjger, Glotta 71, ’93, 28 [basic idea: a ‘pile’ that requires a ‘heap’ of workers, but s. DELG and Frisk s.v. ὄχλος]; loanw. in rabb.—In the NT only in the gospels [in Mk most freq. in sg. in contrast to Mt and Lk, s. RBorger, TRu 52, ’87, 28], Ac, and Rv).
    a relatively large number of people gathered together, crowd
    a casual gathering of large numbers of people without reference to classification crowd, throng Mt 9:23, 25; 15:35; Mk 2:4 (s. DDaube, ET 50, ’38, 138f); 3:9; Lk 5:1; J 5:13; 6:22; Ac 14:14; 21:34f and oft.; AcPl Ha 5, 11. τὶς ἐκ τοῦ ὄχλου someone from the crowd Lk 12:13; cp. 11:27. ἀνὴρ ἀπὸ τοῦ ὄχ. 9:38. τινὲς τῶν Φαρισαίων ἀπὸ τοῦ ὄχλου some of the Pharisees in the crowd 19:39. ἀπὸ τοῦ ὄχλου away from the crowd Mk 7:17, 33. οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου he could not because of the crowd Lk 19:3 (s. ἀπό 5a). οὐ μετὰ ὄχλου without a crowd (present) Ac 24:18 (cp. vs. 12). This is equivalent in mng. to ἄτερ ὄχλου (s. ἄτερ) when there was no crowd present Lk 22:6 (s. WLarfeld, Die ntl. Evangelien nach ihrer Eigenart 1925, 190), unless ὄχ. means disturbance (Hdt.+) here (so Goodsp.). ἐν τῷ θεάτρῳ μετὰ τοῦ ὄχλου AcPl Ha 1, 24.—πᾶς ὁ ὄχλος (Aelian, VH 2, 6) the whole crowd, all the people Mt 13:2b; Mk 2:13; 4:1b; 9:15; Lk 13:17; Ac 21:27; MPol 9:2; 16:1. Also ὅλος ὁ ὄχλος AcPl Ha 4, 35.—πολὺς ὄχ. (Jos., Vi. 133; 277) Mt 14:14; Mk 6:34. ὄχ. πολύς (Cebes 1, 2; IG IV2/1, 123, 25; several times LXX) Mt 20:29; Mk 5:21, 24; 9:14; Lk 8:4; J 6:2. ὁ πολὺς ὄχ. Mk 12:37. ὁ ὄχ. πολύς J 12:9, 12.—ὄχ. ἱκανός a considerable throng Mk 10:46; Lk 7:12; Ac 11:24, 26; cp. 19:26. ὄχ. τοσοῦτος Mt 15:33. ὁ πλεῖστος ὄχ. the great throng or greater part of the crowd 21:8 (the verb in the pl. with a collective noun as Memnon [I B.C./I A.D.]: 434 Fgm. 1, 28, 6 Jac. εἷλον … ἡ Ῥωμαίων δύναμις. Cp. B-D-F §134, 1). Cp. Mk 4:1a. τὸ πλεῖον μέρος τοῦ ὄχ. the greater part of the throng Hs 8, 1, 16; τὸ πλῆθος τοῦ ὄχ. 9, 4, 4; αἱ μυριάδες τοῦ ὄχ. the crowd in myriads Lk 12:1.—The pl. is common in Mt, Lk, and Ac (acc. to later usage: X., Mem. 3, 7, 5; Dionys. Hal.; Ael. Aristid. 34, 47 K.=50 p. 564 D.; Jos., Ant. 6, 25 al. Schwyzer II 43; cp. Mussies 71 and 85) οἱ ὄχλοι the crowds, the people (the latter plainly Posidon.: 87 Fgm. 36, 51 Jac. συλλαλήσαντες αὑτοῖς οἱ ὄχ.; Diod S 1, 36, 10; 1, 83, 8 ἐν ταῖς τῶν ὄχλων ψυχαῖς; 1, 72, 5 μυριάδες τῶν ὄχλων; 4, 42, 3; 14, 7, 2 ὄχλων πλῆθος=a crowd of people; 36, 15, 2 οἱ κατὰ τὴν πόλιν ὄχλοι=the people in the city; Artem. 1, 51 p. 59, 13 Pack; Vi. Aesopi G 124 P; Ps.-Aeschines, Ep. 10, 4 ἡμεῖς ἅμα τ. ἄλλοις ὄχλοις; Ps.-Demetr., Form. Ep. p. 7, 11; OGI 383, 151 [I B.C.]; Jos., Ant. 9, 3) Mt 5:1; 7:28; 9:8, 33, 36 and oft. Lk 3:7, 10; 4:42; 5:3; 8:42, 45 and oft. Ac 8:6; 13:45; 14:11, 13, 18f; 17:13. Mk only 6:33 v.l. J only 7:12a (v.l. ἐν τῷ ὄχλῳ). MPol 13:1. Without art. Mk 10:1 (on the textual problem RBorger, TRu 52, ’87, 28); ὄχ. πολλοί (s. πολύς 2aαב) Mt 4:25; 8:1; 12:15; 13:2a; 15:30; 19:2; Lk 5:15; 14:25. πάντες οἱ ὄχ. Mt 12:23.—A linguistic parallel to the pl. ὄχλοι and a parallel to the type of political maneuvering in Mk 15:15 (ὁ Πιλᾶτος βουλόμενος τῷ ὄχλῳ τὸ ἱκανὸν ποιῆσαι ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν καὶ παρέδωκεν τὸν Ἰησοῦν φραγελλώσας ἵνα σταυρωθῇ) is offered by PFlor 61, 59ff [85 A.D.], where, according to the court record, G. Septimius Vegetus says to a certain Phibion: ἄξιος μὲν ἦς μαστιγωθῆναι … χαρίζομαι δέ σε τοῖς ὄχλοις (s. Dssm., LO 229 [LAE 266f], and on the favor of the ὄχλοι PGM 36, 275).
    a gathering of people that bears some distinguishing characteristic or status.
    α. a large number of people of relatively low status the (common) people, populace (PJoüon, RSR 27, ’37, 618f) in contrast to the rulers: Mt 14:5; 15:10; 21:26; Mk 11:18, 32 (v.l. λαόν, q.v. 2); 12:12. Likew. the pl. οἱ ὄχ. (EpArist 271) Mt 21:46. The lower classes (X., Cyr. 2, 2, 21, Hier. 2, 3 al.) ἐπίστασις ὄχλου a disturbance among the people Ac 24:12. Contemptuously rabble J 7:49 (Bultmann ad loc. [w. lit.]).
    β. a group or company of people with common interests or of distinctive status a large number (company, throng), w. gen. (Eur., Iph. A. 191 ἵππων al.; Jos., Ant. 3, 66; Ath, 1, 4 ὄχλον ἐγκλημάτων) ὄχ. τελωνῶν a crowd of tax-collectors Lk 5:29. ὄχ. μαθητῶν 6:17. ὄχ. ὀνομάτων Ac 1:15. ὄχ. τῶν ἱερέων 6:7
    a large mass of people, without ref. to status or circumstances leading to its composition, horde, mass pl. ὄχλοι as a synonym beside λαοί and ἔθνη Rv 17:15 (cp. Da 3:4).—VHunter, Thucydides and the Sociology of the Crowd: ClJ 84, ’88, 17–30, esp. 17 n. 5 (lit. on study of crowds); WCarter, CBQ 55, ’93, 56 n. 9 (lit. on sociological perspective).—B. 929. DELG. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ὄχλος

См. также в других словарях:

  • ἐγκλημάτων — ἔγκλημα accusation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… …   Dictionary of Greek

  • Νυρεμβέργη — (Nurnberg). Πόλη (486.400 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κρατίδιο της Βαυαρίας. Βρίσκεται στις όχθες του Πέγκνιτς, παραπόταμου του Μάιν στο κέντρο της μεγάλης λεκάνης της Μέσης Φραγκονίας που περικλείεται από τα υψώματα του Φρανκενχέε …   Dictionary of Greek

  • Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο — (ΔΠΔ). Το πρώτο ανεξάρτητο και διαρκές διεθνές ποινικό δικαστήριο που ιδρύθηκε στις 17 Ιουλίου 1998 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με την υιοθέτηση του καταστατικού του από τη Διπλωματική Διάσκεψη της Ρώμης. Το ΔΠΔ έχει ως αρμοδιότητα την εκδίκαση… …   Dictionary of Greek

  • вина — ВИН|А (1167), Ы с. 1.Причина, повод: ˫Аκο ѥже... ||...зълѣ гл҃ати и клеветати. вражьды и ненависти. рати начѩло вина бываѥть. Изб 1076, 99 об. 100; Вьсемоу ли грѣхоу и блоудоу оубо. вина ѥсть ди˫аволъ. Там же, 190; обави виноу ѥ˫а же ради прииде …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… …   Dictionary of Greek

  • αστυνομία — Κρατική εξουσία που έχει ως έργο την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και την κατοχύρωσή τους από κάθε απειλή. Η συγκρότηση της κρατικής αυτής δύναμης αποτελεί εκδήλωση της ανάγκης των κοινωνικών ομάδων να προστατευτεί το κύρος των νόμων… …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Γκουτούζο, Ρενάτο — (Renato Guttuso, Μπαγκερία, Παλέρμο 1912 – Ρώμη 1987). Ιταλός ζωγράφος. Θεωρείται ο κύριος εκπρόσωπος της ιταλικής ρεαλιστικής ζωγραφικής. Με βάση κάποιες επιρροές που δέχτηκε από τους Γάλλους ρομαντικούς και τον Πάμπλο Πικάσο, ο Γ. παρουσίασε με …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»