-
1 opouštět
εγκαταλείπω -
2 opustit
εγκαταλείπω -
3 upustit
εγκαταλείπω -
4 opuszczać
εγκαταλείπω -
5 porzucać
εγκαταλείπω -
6 porzucić
εγκαταλείπω -
7 zaniechać
εγκαταλείπω -
8 zrezygnować
εγκαταλείπω -
9 zrzekać
εγκαταλείπω -
10 оставить
оставитьсов, оставлять несов1. ἀφήνω:\оставить книгу до́ма ἀφήνω τό βιβλίο στό σπίτι· \оставить вопрос нерешенным ἀφήνω τό ζήτημα ἄλυτο· \оставить в стороне ἀφήνω κατά μέρος, ἀφήνω στήν μπάντα· \оставить в недоумении ἀφήνω σέ ἀμηχανία· \оставить в покое ἀφήνω ήσυχο·2. (покидать, бросать) ἀφήνω, ἐγκαταλείπω:\оставить в беде ἐγκαταλείπω στή δυστυχία·3. (отказываться) ἐγκαταλείπω:\оставить всякую надежду ἐγκαταλείπω κάθε ἐλπίδα·4. (сохранять, удерживать) ἐπιφυλάττω, φυλάσσω, διατηρώ:\оставить за собой право ἐπιφυλάσσομαι, ἐπιφυλάσσω είς ἐμαυτόν τό δικαίωμα· ◊ \оставить на второй год (в школе) ἀφήνω στήν ίδια τάξη· \оставить кого-л. позади́ ἀφήνω πίσω, προσπερνώ· \оставить впечатление ἀφήνω τήν ἐντύπωση· \оставить память ἀφήνω ἀνάμνηση· \оставить без внимания δέν δίνω προσοχή, παραμελώ· \оставить без последствий δέν δίνω συνέχεια, ἀφήνω χωρίς ἐπακόλουθα· \оставить кого-л. в дураках κοροϊδεύω (или γελώ, ἐξαπατώ) κάποιον не оставить камня на камне δέν ἀφήνω λίθον ἐπί λίθου· Зто оставляет желать (много) лучшего αὐτό ἔχει ἀκόμα πολ-λες ἐλλείψεις· позвольте мне вас оставить ἐπιτρέψατε μου νά σᾶς ἀφήσω· оставь! ἄστο!, ἄφησέ το!, παράτα το!· оставим §то! ἀς τ' ἀφήσουμε αὐτό!, ἄς ἀλλἀ-, ξουμε θέμα! -
11 расстаться
-анусь, -анешься, προστκ. расстанься ρ.σ.1. αποχωρίζομαι, χωρίζω• απο-χαιρετιέμαι• εγκαταλείπω•расстаться с родным селом εγκαταλείπω το χωριό που γεννήθηκα (τη γενέτειρα)•
расстаться с другом αποχωρίζομαι, με το φίλο•
расстаться навсегда αποχωρίζομαι για πάντα.
2. μτφ. παρατώ, απαρνούμαι•я никогда не -усь с моими убеждениями ποτέ δε θα αποκηρύξω τις πεποιθήσεις μου•
расстаться с мечтой σβήνει το όνειρο μου (εγκαταλείπω το όνειρο).
-
12 бросать
-
13 забросить
забросить 1) (бросить далеко) πετώ, ρίχνω 2) (дела и т. п.) αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ* * *1) ( бросить далеко) πετώ, ρίχνω2) (дела и т. п.) αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ -
14 запускать
I запускать, запустить I 1) (метнуть) ρίχνω εκτοξεύω, εξαπολύω (ракету и т. л.) \запускать спутник εκτοξεύω δορυφόρο 2) (мотор и т. п.) ξεκινώ, βάζω μπρος II запускать, запустить II (не заботиться) παραμελώ, εγκαταλείπω* * *I = запустить1) ( метнуть) ρίχνω; εκτοξεύω, εξαπολύω (ракету и т. п.)запуска́ть спу́тник — εκτοξεύω δορυφόρο
2) (мотор и т. п.) ξεκινώ, βάζω μπροςII = запустить( не заботиться) παραμελώ, εγκαταλείπω -
15 оставить
оставить, оставлять αφήνω, εγκαταλείπω· παραιτώ (покинуть)' \оставить далеко позади αφήνω πολύ πίσωθε* * *= оставлятьαφήνω, εγκαταλείπω; παραιτώ ( покинуть)оста́вить далеко́ позади́ — αφήνω πολύ πίσωθε
-
16 покидать
-
17 произвол
произвол м η αυθαιρεσία· η ανομία (беззаконие) ◇ оставить на \произвол судьбы εγκαταλείπω, αφήνω στην τύχη* * *мη αυθαιρεσία; η ανομία ( беззаконие)••оста́вить на произво́л судьбы́ — εγκαταλείπω, αφήνω στην τύχη
-
18 сойти
сойти κατεβαίνω* \сойти с лестницы κατεβαίνω τη σκάλα; \сойти с дороги εγκαταλείπω το δρόμο, παραστρατώ· вы сойдёте на этой остановке? θα κατεβείτε σ'αυτή τη στάση; \сойтись (собраться) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι* * *сойти́ с ле́стницы — κατεβαίνω τη σκάλα
сойти́ с доро́ги — εγκαταλείπω το δρόμο, παραστρατώ
вы сойдёте на э́той остано́вке? — θα κατεβείτε σ'αυτή τη στάση
-
19 бросать
бросатьнесов1. (кидать) ρίχνω, ρίπτω, πετῶ/ ἐξακοντίζω, ἐκτοξεύω (с силой):\бросать взгляд на кого́-л. ρίχνω μιά ματιά; \бросать обвинение κατηγορώ; \бросать тень а) (о деревьях) ρίχνω σκιά(ν), κάνω ίσκιο, б) перен ἀμαυρώνω, δυσφημώ;2. (перебрасывать) στέλνω, στέλλω, ρίχνω, μεταφέρω;3. (оставлять) ἐγκαταλείπω, ἀφήνω, παρατώ:\бросать кого-л. ἐγκαταλείπω κάποιον4. (переставать, прекращать) παύω, διακόπτω:\бросать курить κόβω τό κάπνισμα; \бросать работу παρατώ τή δουλειά; ◊ \бросать якорь ρίχνω ἄγκυρα; \бросать деньги на ветер σκορπίζω λεφτά στόν ἀέρα; \бросать жребий ρίχνω κλήρο. -
20 отбрасывать
отбрасыватьнесов, отбросить сов1. ρίχνω, πετώ, ἀποτινάζω, ἀποβάλλω· \отбрасывать тень ρίχνω σκιά·2. (неприятеля) ἀποκρούω, ἀπωθώ·3. перен ἀφήνω, ἐγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω:\отбрасывать сомнения ἀφήνω τίς ἀμφιβολίες· \отбрасывать мысль ἐγκαταλείπω τήν ίδέα.
См. также в других словарях:
ἐγκαταλείπω — leave behind pres subj act 1st sg ἐγκαταλείπω leave behind pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκαταλείπω — εγκαταλείπω, εγκατέλειψα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εγκαταλείπω — (AM ἐγκαταλείπω) 1. αφήνω κάποιον ή κάτι εντελώς, παρατώ 2. αφήνω κάποιον αβοήθητο ή απροστάτευτο σε δύσκολη στιγμή («Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; ΚΔ) 3. αφήνω παρά το καθήκον, άστοργα (α. «ἐγκατέλειψε τα παιδιά του, το χωράφι του») 4 … Dictionary of Greek
εγκαταλείπω — εγκατέλειψα και εγκατάλειψα, εγκαταλείφτηκα, εγκαταλειμμένος, μτβ. 1. αφήνω κάτι ή κάποιον στην τύχη του απροστάτευτο, παρατάω, τα μουντζώνω: Εγκατέλειψε τη θέση του. 2. απομακρύνομαι από κάπου για πάντα: Εγκατέλειψε επιτέλους την Αμερική και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκαταλελειμμένα — ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγκαταλελειμμένᾱ , ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐγκαταλελειμμένᾱ , ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλείπετε — ἐγκαταλείπω leave behind pres imperat act 2nd pl ἐγκαταλείπω leave behind pres ind act 2nd pl ἐγκαταλείπω leave behind imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλείπῃ — ἐγκαταλείπω leave behind pres subj mp 2nd sg ἐγκαταλείπω leave behind pres ind mp 2nd sg ἐγκαταλείπω leave behind pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλειπομένων — ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp fem gen pl ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλειπόμενον — ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp masc acc sg ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλειπόντων — ἐγκαταλείπω leave behind pres part act masc/neut gen pl ἐγκαταλείπω leave behind pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλειφθησόμενον — ἐγκαταλείπω leave behind fut part pass masc acc sg ἐγκαταλείπω leave behind fut part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)