Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
ἐγγενές/el
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ἐγγενές — ἐγγενής native masc/fem voc sg ἐγγενής native neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερομύκητες — Μύκητες των οποίων είναι γνωστή μόνο η αγενής αναπαραγωγή, δηλαδή το ατελές στάδιο, γι’ αυτό ονομάζονται και ατελείς μύκητες. Αυτό σημαίνει ότι είτε οι μύκητες αυτοί έχουν χάσει την ικανότητα εγγενούς αναπαραγωγής είτε απλώς δεν έχει παρατηρηθεί… … Dictionary of Greek
εγγενής — ές (AM ἐγγενής, ές) 1. εγχώριος, ντόπιος («ἐγγενὴς Θηβαῑος») 2. (για ιδιότητες) σύμφυτος ή εκ γενετής (α. «εγγενής ανωμαλία» β. «εγγενείς δυσχέρειες» γ. «σφίσιν ἐγγενὲς ἔμεν ἀγαθοῑς» γιατί από το φυσικό τους είναι γενναίοι) αρχ. 1. συγγενής, από… … Dictionary of Greek
ζυγοσπόριο — το (μικρβλ.) παχύτοιχο εγγενές σπόριο το οποίο χαρακτηρίζει τα ζυγνημαφύκη και τους ζυγομήκυτες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zygospore < zyg (πρβλ. ζυγό[ν]) + spore (πρβλ. σπόρος)] … Dictionary of Greek