-
1 εβεβήκει
-
2 ἐβεβήκει
См. также в других словарях:
ἐβεβήκει — βαίνω walk plup ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εβεβήκει
2 ἐβεβήκει
ἐβεβήκει — βαίνω walk plup ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)