-
1 ευρροος
-
2 ευροος
эп. ἐΰρροος, стяж. εὔρους 21) прекрасно текущий, полноводный(Σκάμανδρος Hom.; Σπερχειός Soph.; Εὐρώτας Eur.)
2) пористый(τὸ σῶμα Arst.)
3) свободно протекаемый, открытый, сквозной(ὅ πόρος Arst.)
4) свободно изливающийся, обильный(ἥ ἐπίχυσις Plat.)
5) перен. текучий, плавный, бойкий(στόμα Eur.)
6) благоприятный, успешный(γένεσις Plat.)
См. также в других словарях:
εΰρροος — ἐΰρροος, οον (Α) βλ. εύρους … Dictionary of Greek
ἐύρροος — ἐΰρροος , ἐύρρους masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύρους — εὔρους, ουν και εὔροος, ον (ΑΜ Α και ἐύρροος, ον) 1. (για ποταμό) αυτός που ρέει όμορφα, που έχει καθαρό και άφθονο ρεύμα νερού 2. (για πηγάδι) αυτό που αναβλύζει άφθονο νερό αρχ. 1. άφθονος 2. (για τον οργανισμό) αυτός τού οποίου το εκκριτικό… … Dictionary of Greek