-
1 αιρεω
(impf. ᾕρεον и ᾕρουν - ион. αἵρεον, fut. αἱρήσω, aor. 2 εἷλον, pf. ᾕρηκα - ион. ἀραίρηκα; med.: fut. αἱρήσομαι, aor. 1 ᾑρησάμην и εἱλάμην, aor. 2 εἱλόμην, inf. aor. ἑλεῖν, pf. ᾕρημαι; pass.: fut. αἱρεθήσομαι и ᾑρήσομαι, aor. ᾑρεθην, pf. ᾕρημαι) тж. med.1) брать, хватать(τι χερσίν, ἐν и μετὰ χερσίν, χειρὸς ἑλεῖν τινα Hom.)
κατακτεῖναί τινα ἑλών Soph. — схватить и убить кого-л.;ἑλέσθαι ἔγχος Hom. — взять свое копье;ὕπνον τε καὴ σῖτν αἱρεῖσθαι Thuc. — спать и (= или) есть;ἄριστον αἱρεῖσθαι Her. — завтракать2) ловить(λέοντα ἐν βρόχοις Eur.; τοὺς φεύγοντας Lys.; μέγαν ἰχθύν Theocr.)
3) завладевать, захватывать(πόλιν Hom., Aesch., Her., Thuc.; χώραν Soph.)
αἱ. τὰς πόλιας χώμασι Her. — брать города с помощью осадных работ;σκότος μιν εἷλεν Hom. — тьма охватила его;κακά νιν ἕλοιτο μοῖρα Soph. — да постигнет его злая судьба;δελεάσμασί τινα ἑλεῖν Arph. — поймать кого-л. на приманку;ἐπ΄ αὐτοφώρῳ ἑλεῖν τινα Eur. — поймать кого-л. на месте преступления;ἐμὲ δέος ᾕρει Hom. — страх объял меня;μῶν σ΄ οἶκτος εἷλε ; Eur. — разве тебя охватило сострадание?4) понимать, постигатьἱκανῶς αἱρήσειν τι Plat. — получить достаточное представление о чем-л.
5) приобретать, выигрывать (на состязании)(στεφάνους Pind.)
κῦδος ἑλεῖν Hom. — стяжать славу6) выигрыватьαἱ. δίκην или γραφήν Dem., Plut.— выигрывать судебный процесс;
οἱ δίκῃ καὴ ψήφῳ ἑλόντες Dem. — выигравшие процесс по приговору суда;ἀγὼν ᾑρέθη Soph. — борьба окончилась победой7) поражать, убивать(τινα χαλκῷ или ἔγχεσιν, Ἕκτωρ ἕλε Σχεδίον Hom.)
τοῦτ΄ ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρήσει, ἐάν περ αἱρῇ Plat. — если меня что-л. погубит, то именно это8) одерживать верх, побеждать(τινα Hom.)
αἱ. κακά Eur. — превозмогать несчастья9) привлекать на свою сторону(τὰ πονηρὰ ἀνθρώπια Xen.; ὑπὸ χρημάτων αἱρεθῆναι Plut.)
10) побуждать, убеждать, внушатьὅ τί μιν ὅ λόγος αἱρέει Her. — столько, сколько ему заблагорассудится;
αἱροῦντος λόγου Plat. — по велению здравого смысла;ὅ τι ἂν αὐτὸς ὅ λογισμὸς αἱρῇ Aeschin. — как показал бы (простой) расчет;χαλεπώτερον ἑλεῖν, ὡς …— трудновато доказать, что …11) med. принимать, одобрятьτέν γνώμην τινὸς αἱρέεσθαι Her. — присоединяться к чьему-л. мнению;
Ἀθηναίους или τὰ Ἀθηναίων ἑλέσθαι Thuc. — стать на сторону афинян;τὰ Ἀριστοτέλους ᾑρῆσθαι Luc. — примкнуть к школе Аристотеля;σὺ οὖν πότερον αἱρεῖ ; Plat. — так к которому же (мнению) ты склоняешься?;οὐ μέν εἱλόμην ῥαθυμεῖν Isocr. — однако я не сложил рук12) отнимать, снимать(ἀχλὺν ἀπ΄ ὀφθαλμῶν Hom.)
τὸν δ΄ ἄτη φρένας εἷλε Hom. — ум у него помутился (досл. помрачение отняло у него разум)13) изобличать, уличать(τινά τινος Arph., τινά τι Isocr.)
αἱ. τινα κλέπτοντα Arph., Plat.— уличать кого-л. в воровстве14) преимущ. med. выбирать, избиратьὨρίων΄ ἕλετο Ἠώς Hom. — Эос избрала себе Ориона (в мужья);
αἰρεῖσθαί τινά τινα Her., Thuc., Xen.— выбирать кого-л. кем-л. (в качестве кого-л.);15) med. предпочитать(τι πρό τινος Her., Xen., τι ἀντί τινος Xen., Arst., Dem. и τί τινος Soph.)
μᾶλλον αἱροῦμαι ὧδε τεθνάναι ἢ ἐκείνως ζῆν Plat. — я предпочитаю так умереть, чем этак жить -
2 εανπερ
См. также в других словарях:
περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… … Dictionary of Greek
πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek