Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἆρες

См. также в других словарях:

  • άρες μάρες — φρ. «άρες μάρες κουκουνάρες ή κουταμάρες» ανοησίες (βλ. λ. αρά) …   Dictionary of Greek

  • Ἄρες — Ἄρης the god of destruction masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρες — Ἄρης the god of destruction masc voc sg αἴρω attach aor ind act 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἆρες — Ἄρης the god of destruction masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἆρες — Ἄρης the god of destruction masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦρες — ἄρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg ἆρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg ἄρες , αἴρω attach aor ind act 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὧρες — ἄρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg ἄρες , αἴρω attach aor ind act 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὦρες — Ἄρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • μάρα — η 1. μαρασμός, στενοχώρια, μαράζι 2. φρ. α) «η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα» όχλος, συρφετός β) «άρες μάρες κουκουνάρες» ή «άρες μάρες κουταμάρες» ασυναρτησίες, ακατανόητα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. από τη φράση «άρες μάρες» (για τη… …   Dictionary of Greek

  • Sampi — This article is about the letter. For other uses, see Sampi (disambiguation). Greek alphabet Αα …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»