-
1 πυρσός
πυρσός, ὁ, Feuerbrand, Fackel; πυρσοί τε φλεγέϑουσιν ἐπήτριμοι, Il. 18, 211; Pind. übtr., κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων, I. 3, 61; Eur. El. 587, der auch den plur. τὰ πυρσά bildet, Rhes. 97. Bes. ein in der Nacht von ausgestellten Wächtern durch Fackeln gegebenes Signal, Feuerzeichen (vgl. S. Emp. adv. log. 2, 193), Her. 7, 182. 9, 3; διασαφεῖν διὰ τῶν πυρσῶν, Pol. 9, 42, 7; πυρσὸν ἆραι, ἀντᾶ ραι, 10, 44, 10; ἐν ϑαλάττῃ φερόμενος εἰς πυρσὸν ἀπ οβλέπω, Luc. Nigr. 7. – Uebh. Feuer, λίϑος πυρσῶν μήτηρ, Iul. Aeg. 6 (VI, 28); πυρσὸν ἀνάπτειν, Mar. 1 ( Plan. 201); auch übertr. von der Liebe, πυρσοὶ ἄρσενες, Ep. ad. 3 (XII, 17); κρύφιοι, Iren. 3 (V, 251); ἔρωτος, Strat. 24 (XII, 182).
См. также в других словарях:
ἅψαι — ἅπτω fasten perf ind mp 2nd sg (doric ionic aeolic) ἅπτω fasten aor imperat mid 2nd sg ἅπτω fasten aor inf act ἅψαῑ , ἅπτω fasten aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἇψαι — ἇ̱ψαι , ἅπτω fasten perf ind mp 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρσός — (I) ο, ΝΑ, πληθ. και πυρσά Α 1. δαυλός, δάδα, λαμπάδα 2. συνεκδ. σήμα που γίνεται με πυρσούς, αλλ. φρυκτωρία νεοελλ. αστρον. περιοχή εντονότερης ηλιακής δραστηριότητας, η οποία φαίνεται λαμπρότερη σε σχέση με την φωτόσφαιρα που τήν περιβάλλει αρχ … Dictionary of Greek
φάρσος — εος και ους, τὸ, Α 1. κομμάτι, τεμάχιο 2. κάλυμμα, σκέπασμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «τρύφος, κλάσμα, πτερύγιον» 4. φρ. «φάρσεα πόλιος» οι συνοικίες τής πόλης (Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. ο οποίος θα πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhŗ τής ΙΕ … Dictionary of Greek
περίαψαι — περΐαψαι , περιάπτω tie aor imperat mid 2nd sg περί̱αψαι , περιιάπτω wound all round perf ind mp 2nd sg περιιάπτω wound all round aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)