-
21 χρόνος
rok -
22 χρόνος
1) time2) yearΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χρόνος
-
23 Ο χρόνος που περνάει, πίσω δεν γυρνάει
Κάθε στιγμή που χάνεται, πίσω δεν ξαναπιάνεται– Ο χρόνος που περνάει, πίσω δεν γυρνάει– Χαμένος χρόνος δεν ξαναβρίσκεται• Времени не поворотишь• Время деньги дает, а на деньги время не купишь• Крупицу золота можно найти, крупицу времени – никогдаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο χρόνος που περνάει, πίσω δεν γυρνάει
-
24 Χαμένος χρόνος δεν ξαναβρίσκεται
Κάθε στιγμή που χάνεται, πίσω δεν ξαναπιάνεται– Ο χρόνος που περνάει, πίσω δεν γυρνάει– Χαμένος χρόνος δεν ξαναβρίσκεται• Времени не поворотишь• Время деньги дает, а на деньги время не купишь• Крупицу золота можно найти, крупицу времени – никогдаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Χαμένος χρόνος δεν ξαναβρίσκεται
-
25 πρωτό-χρονος
πρωτό-χρονος, in od. aus der ersten, ältesten Zeit, Sp.
-
26 πρό-χρονος
πρό-χρονος, vorausgehend in der Zeit, aus voriger Zeit, Luc. de salt. 80.
-
27 παρ-ισό-χρονος
παρ-ισό-χρονος, fast gleichzeitig.
-
28 πεντά-χρονος
πεντά-χρονος, fünfzeitig, ῥυϑμός, D. Hal. C. V. p. 238.
-
29 παλαιό-χρονος
παλαιό-χρονος, vor alter Zeit, Sp.
-
30 παλαί-χρονος
παλαί-χρονος, = παλαιόχρονος, γυῖα, Tzetz. Hom. 385.
-
31 πολύ-χρονος
πολύ-χρονος, spätere Form statt πολυχρόνιος, Io. Gaz. periphr. 568; auch im adv. πολυχρόνως.
-
32 σύγ-χρονος
σύγ-χρονος, gleichzeitig, Sp.
-
33 τετρά-χρονος
τετρά-χρονος, vierzeitig, von viererlei Tempo, Gramm.
-
34 φιλό-χρονος
φιλό-χρονος, Zeit liebend, suchend, Greg. Naz.
-
35 μετά-χρονος
μετά-χρονος, nach der Zeit, später geschehen, Luc. salt. 80.
-
36 μακρό-χρονος
μακρό-χρονος, = μακροχρόνιος, Tzetz. P. H. 744.
-
37 δί-χρονος
δί-χρονος, zweizeitig, von zweifacher Sylbenlänge, anceps. Dion. Hal. u. a. Gramm.
-
38 μονό-χρονος
-
39 ἀν-ομοιό-χρονος
ἀν-ομοιό-χρονος, von ungleichem Zeitmaaße, ungleicher Sylbenlänge, Gramm.
-
40 ὀλιγό-χρονος
ὀλιγό-χρονος, = ὀλιγοχρόνιος, M. Ant. 5, 10.
См. также в других словарях:
χρόνος — time masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
χρόνος — ο πληθ. χρόνοι και χρόνια 1. η διάρκεια ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης. 2. η χρονική απόσταση μεταξύ δύο γεγονότων. 3. στον πληθ., χρόνοι χρονική περίοδος, εποχή: Στους αρχαίους χρόνους πολεμούσαν με τα κοντάρια και τα σπαθιά. 4. φρ., «οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χρόνος γὰρ εὐμαρὴς θεός. — См. Перемелется все мука будет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ημιζωής, χρόνος — Ο χρόνος κατά τον οποίο ο αριθμός των πυρήνων που διασπώνται ελαττώνεται στο μισό. Η ραδιενέργεια ενός δείγματος που περιέχει αρκετούς πυρήνες έχει, επομένως, απεριόριστη διάρκεια από θεωρητική άποψη, αλλά ελαττώνεται πολύ γρήγορα με τον αριθμό… … Dictionary of Greek
Πάντ’ ἀναπτύσσει χρόνος. — См. Как ни крыться, а будет повиниться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μέσος χρόνος ζωής — Έτσι ονομάζεται στην επιστήμη της φυσικής η μέση χρονική διάρκεια, κατά την οποία υπάρχει ένας ασταθής πυρήνας, προτού διασπαστεί. Όλοι οι πυρήνες ενός ραδιενεργού σώματος δεν διασπώνται στον ίδιο χρόνο, αλλά η διάσπασή τους ακολουθεί έναν… … Dictionary of Greek
αόριστος — Χρόνος ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν. Είναι χρόνος στιγμιαίος, ενώ υπάρχει ενεργητικός, παθητικός και δεύτερος παθητικός. Λέγεται και αρχικός χρόνος, γιατί από το θέμα του σχηματίζονται οι στιγμιαίοι… … Dictionary of Greek
χρόνω — χρόνος time masc nom/voc/acc dual χρόνος time masc gen sg (doric aeolic) χρονόω make temporal pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χρονόω make temporal imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Хрон — (Χρόνος) абсолютное время в орфической космогонии: одно из мировых начал, упоминаемое древнейшим греческим теологом Ферекидом Сирским (около 600 г. до Р. Хр.), наряду с Зевсом (принцип жизни) и Хтонией (земное начало). Из семени X., по Ферекиду,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
χρόνε — χρόνος time masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)