-
1 σιγμός
σιγμόςhissing: masc nom sg -
2 σιγμός
-
3 σιγμοί
σιγμόςhissing: masc nom /voc pl -
4 σιγμούς
σιγμόςhissing: masc acc pl -
5 σιγμόν
σιγμόςhissing: masc acc sg -
6 σιγμοίς
-
7 σιγμοῖς
-
8 σιγμού
-
9 σιγμοῦ
-
10 σιγμώ
-
11 σιγμῷ
-
12 σίζω
Grammatical information: v.Meaning: `to hiss' (ι 394, com., Arist.).Other forms: only pres.stem certain ( σίξα Theoc. 6, 29 coni.; ἐπισίξῃ Ar. V. 704 v. l. beside - σίζῃ).Derivatives: σιγμός m. (Arist., Phld., Plu. a. o.), σισμός m. (Suid.), σίξις f. (Arist.) `hissing'; also σίγμα (s. v.)?Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: Onomatop. as Lat. sibilō etc.; s. W.-Hofmann s.v., WP. 2, 517f., Pok. 1040f. On σίζω esp. Schwyzer KZ 58, 186ff.Page in Frisk: 2,704Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σίζω
См. также в других словарях:
σιγμός — hissing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγμός — ο, ΝΑ [σίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σίζω, συριστικός ήχος, συριγμός («ἀφίησι... τὰ μὲν συριγμόν,... τὰ δὲ σιγμὸν μικρόν, ὥσπερ αἱ χελῶναι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
σιγμοῖς — σιγμός hissing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγμοί — σιγμός hissing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγμοῦ — σιγμός hissing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγμούς — σιγμός hissing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγμῷ — σιγμός hissing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγμόν — σιγμός hissing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
свист — род. п. а, укр. свист, род. п. у, др. русск. свистъ, словен. svȋsk шипение , чеш. svist, польск. swist. Отсюда свистать, свистеть, свищу, укр. свистати, свищу, др. русск., ст. слав. свистати συρίζειν (Супр.), словен. sviskati шипеть, брызгать ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σίγμα — το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῑμμα Α άκλ. το δέκατο όγδοο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου («κάμηλος κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... σίγμα», πάπ.) νεοελλ. 1. βιολ. α) υπομονάδα τής βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην αναγνώριση… … Dictionary of Greek
συνήχεια — ἡ, ΜΑ [συνηχῶ] συριστικός ήχος, σιγμός … Dictionary of Greek