-
1 παρά-σημος
παρά-σημος, 1) bezeichnet, ausgezeichnet, berühmt; δύναμιν οὐ σέβουσα πλούτου παράσημον, Aesch. Ag. 755; ὄνομα, Plut. Coriol. 23 u. öfter, wie a. Sp.; aber auch getadelt, Plut. Brut. 2; bei Cereal. 2 (XI, 144) bedeutet παράσημα λέγειν in seltenen, gesuchten, von den Grammatikern bemerkten Worten sprechen, s. Jacobs A. P. p. 684; vgl. Plut. Alex. 48, τῷ σολοίκῳ καὶ παρασήμῳ ἄνευ χαρίτων τὸ σεμνὸν μιμούμενος. – 2) falsch gestempelt, falsch gemünzt, νόμισμα, Dem. 24, 213 u. Sp.; übertr. sagt Ar. Ach. 493 ἀνδράρια παρακεκομμένα, ἄτιμα καὶ παράσημα; übh. von schlechter Art, ῥήτωρ, Dem. 18, 242; unrühmlich, ehrlos, δόξα, Eur. Hipp. 1116. – So auch adv., Sp.
-
2 περι-πορφυρό-σημος
περι-πορφυρό-σημος, παῖς, ein Knabe in der Prätexta, die einen purpurnen Streif od. eine Verbrämung hat, Strat. 27 (XII, 185).
-
3 περί-σημος
περί-σημος, sehr kenntlich, ausgezeichnet, berühmt; ὁ φόνος περισαμότατος, Eur. Herc. Fur. 1017; παῖς, Mosch. 1, 6.
-
4 πεντε-και-εικοσά-σημος
πεντε-και-εικοσά-σημος, von od. mit fünfundzwanzig Zeichen, Längen, Zeittheilen, Arist. Quint.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-εικοσά-σημος
-
5 πεντά-σημος
πεντά-σημος, von od. mit fünf Zeichen od. Zeitmaaßen, Arist. Quint. u. Scholl. metr.
-
6 πλατύ-σημος
πλατύ-σημος, mit breitem Saum, Vorstoß; ἡ πλατύσημος, tunica laticlavia, die römische Senatorentunica mit breitem Purpursaume, Strab. u. Poll.
-
7 πολύ-σημος
πολύ-σημος, = πολυσήμαντος, Gramm., wie Schol. Ar. Lys. 337.
-
8 στενό-σημος
στενό-σημος, mit schmalem Saume, Ggstz πλατύσημος; ἡ στ., sc. ἐσϑής, tunica angusticlavia, Arr. Epict. 1, 24.
-
9 σύσ-σημος
-
10 τρί-σημος
-
11 τετρά-σημος
τετρά-σημος, von oder mit vier Zeichen, Längen in der Metrik, Gramm.
-
12 ταὐτό-σημος
ταὐτό-σημος, dasselbe bezeichnend, gleichbedeutend, Gramm.
-
13 χρῡσό-σημος
χρῡσό-σημος, mit goldenem Streifen, Saum, ἀμπεχόνη D. Hal. 4, 74, στολή 5, 47.
-
14 βραχύ-σημος
βραχύ-σημος, von wenig Zeitmoren, συλλαβαί Arist. Quint.
-
15 εὐ-επί-σημος
εὐ-επί-σημος, sehr kenntlich, Schol. Il. 23, 240.
-
16 εὔ-σημος
εὔ-σημος, 1) mit gutem Zeichen, guter Vorbedeutung, εὔσ. φάσμα ναυβάταις Eur. I. A. 252; ἐνορᾷ τι τοῖς ἱερείοις εὔσημον Plut Caes. 43. – 2) leicht erkennbar, deutlich, Aesch. Suppl. 695, der es auch mit dem partic. vrbdt, καπνῷ δ' ἁλοῦσα νῠν ἔτ' εὔσημος πόλις Ag. 792, aus dem Rauche erkennt man, daß die Stadt eingenommen; οὐδ' ὄρνις εὐσήμους ἀποῤῥοιβδεῖ βοάς Soph. Ant. 1008, deutlich, zu verstehen; in späterer Prosa, ἴχνη Theophr.; περιγραφή Pol. 10, 44, 9, öfter Plut. – Adv. εὐσήμως, z. B. ἔχειν Arist. Meteor. 2, 6; gtrab. u. a. Sp.
-
17 δω-δεκά-σημος
δω-δεκά-σημος, zwölf Zeiten, Moren habend, Arist. Quint. p. 34.
-
18 δι-πλό-σημος
δι-πλό-σημος, Eustath., dasselbe.
-
19 δεκά-σημος
δεκά-σημος, zehn Zeitmoren habend, Arist. Quint.
-
20 δελφῑνό-σημος
δελφῑνό-σημος, mit den Zeichen eines Delphin, Lycophr. 658.
См. также в других словарях:
Σῆμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σήμος — Έλληνας περιηγητής και γραμματικός, που έζησε τον 3o αι. π.Χ. Λέγεται πως ήταν από τη Δήλο, γι’ αυτό και αποκαλείται Δήλιος. Ωστόσο άλλοι τον αποκαλούν Ηλείο. Έχουν σωθεί μόνον αποσπάσματα από τα έργα του Περί Περγάμου, Περί Δήλου και Περί Πάρου … Dictionary of Greek
Σῆμον — Σῆμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σήμου — Σῆμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σήμων — Σῆμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόσημος — η, ο (Μ ἑτερόσημος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει άλλο σημείο, αυτός που δηλώνεται με άλλο σημείο 2. μαθ. (ειδ. το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ετερόσημοι οι αλγεβρικοί αριθμοί που έχουν αντίθετο πρόσημο (θετικό ή αρνητικό), αυτοί που δεν είναι… … Dictionary of Greek
εύσημος — η, ο (ΑΜ εὔσημος, ον Α και εὔσαμος, ον) λαμπρός, ξεχωριστός, γεμάτος δόξα (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εύσημο ή τα εύσημα διακριτικό σημάδι, τιμητική αναγνώριση μσν. (για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί… … Dictionary of Greek
θεόσημος — θεόσημος, ον (Α) 1. αυτός που φανερώνει τη θέληση τού θεού 2. το ουδ. ως ουσ. τό θεόσημον η θεοσημία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σημος (< σήμα), πρβλ. ά σημος, επί σημος] … Dictionary of Greek
ιδιόσημος — ἰδιόσημος, ον (Α) αυτός που έχει ειδική, ξεχωριστή σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + σημος (< σήμα), πρβλ. εύ σημος, πολύ σημος] … Dictionary of Greek
κακόσημος — η, ο (Α κακόσημος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακή σημασία αρχ. αυτός που προαναγγέλλει κακά, ο δυσοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σημος (< σῆμα), πρβλ. διό σημος, ομοιό σημος. Με τη νεοελλ. σημ. η λ. αποτελεί απόδοση τού ξεν. pejorative… … Dictionary of Greek
μακρόσημος — μακρόσημος, ον (Α) πάπ. αυτός που έχει μακρύ γύρο, μακριά παρυφή, μακρύ κράσπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + σῆμα (πρβλ. ά σημος, πολύ σημος)] … Dictionary of Greek