-
61 κλητάς
-
62 κλητᾶς
-
63 κληταίς
-
64 κληταῖς
-
65 κλητοίς
-
66 κλητοῖς
-
67 κλητού
-
68 κλητοῦ
-
69 κλητώ
-
70 κλητῷ
-
71 κλητάς
κλητά̱ς, κλητόςinvited: fem acc pl -
72 2822
{прил., 11}званый, призванный, приглашенный.Ссылки: Мф. 20:16; 22:14; Рим. 1:1, 6, 7; 8:28; 1Кор. 1:1, 2, 24; Иуд. 1:1; Откр. 17:14.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2822
-
73 αὐτόκλητος
αὐτό-κλητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόκλητος
-
74 δυσανάκλητος
δῠσανά-κλητος, ον,A hard to call back, Plu.2.74e; J.BJ2.18.8 (but simply, hard to summon, call together, Plu.Thes.24), etc.2 hard to restore, of hysterics, Sor.2.29 ([comp] Comp.), cf. Herod.Med. in Rh.Mus.58.74; or to good spirits, Max.Tyr.33.6. Adv. - τως, ἔχειν to be hard to restore to one's senses, Dsc.Alex.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσανάκλητος
-
75 δύσκλητος
δύσ-κλητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσκλητος
-
76 δυσμετάκλητος
δυσμετά-κλητος, ον,A hard to cure of a habit, Gp.19.2.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσμετάκλητος
-
77 εὐανάκλητος
εὐανά-κλητος, ον,II easy to recall,πρὸς τὸ κοινὸν συμφέρον Plu.Cim.17
;εὐ. ἑαυτὸν παρέχειν Id.TG2
. Adv.εὐανακλήτως, διακεῖσθαι πρός τινα M.Ant.1.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐανάκλητος
-
78 θεόκλητος
θεό-κλητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόκλητος
-
79 καλεστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλεστής
-
80 κατάκλητος
κατά-κλητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάκλητος
См. также в других словарях:
κλητός — invited masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλητός — ή, ό (AM κλητός, ή, όν) προσκεκλημένος, καλεσμένος («πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί», ΚΔ) αρχ. 1. ευπρόσδεκτος («οὗτοι γὰρ κλητοί γε βροτῶν ἐπ ἀπείρονα γαῑαν», Ομ. Οδ.) 2. περιζήτητος, σπουδαίος, εκλεκτός 3. αυτός που έχει κλητευθεί… … Dictionary of Greek
κλητός, -ή — ό ο καλεσμένος, ο προσκαλεσμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλητῶν — κλητός invited fem gen pl κλητός invited masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλητόν — κλητός invited masc acc sg κλητός invited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληταῖς — κλητός invited fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληταί — κλητός invited fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλητοῖς — κλητός invited masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλητοί — κλητός invited masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλητοῦ — κλητός invited masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλητούς — κλητός invited masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)