-
121 υποκλαω
-
122 υψηλοφρων
-
123 φθισηνωρ
-
124 φοινος
-
125 ωμοθυμος
-
126 εκχειλίζω
1. αμετ. переполниться (тж. перен.); переливаться через край; выходить из берегов, разливаться;ξεχείλισε ο θυμός μου я пришёл в ярость; (ε)ξεχείλισε το ποτήρι[ον] (της υπομονής) чаша (терпения) переполнилась; 2. μετ. переполнить, переливать через край -
127 παραπαίρνω
(αόρ. (ε)παραπήρα) μη.1) брать, получать больше, чем надо (чего-л.);παραπαίρνω θάρρος — набираться наглости, нахальства;
2) перен. охватывать (кого-л.), овладевать (кем-л.);με παραπαίρνει ο θυμός — меня зло берёт, разбирает;
με παραπαίρνει ο ΰπνος — слишком долго спать; — разоспаться; — переспать; — проспать;
3) набрасываться (на кого-л.), ругать (кого-л.), кричать (на кого-л.);μην το παραπαίρνεις το παιδί — не кричи на ребёнка;
§ τό παραπαίρνω επάνω μου — слишком важничать, зазнаваться;
παραπαίρνομαι — вспыхивать, раздражаться; — выходить из себя; — выходить за рамки приличия;
μην παραπαίρνεσαι — держи себя в рамках
-
128 παραφέρω
(αόρ. παρέφερα, παθ. αόρ. παρεφέρθην) μετ. выводить из себя; выводить из терпения;μην αφήνεις να σε παραφέρει ο θυμός σου — сдержи свой гнев;
παραφέρομαι см. παραφέρνομαι
См. также в других словарях:
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
θύμος — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
θυμός — ο οργή, ψυχική ταραχή που εκδηλώνεται με ξεσπάσματα βίαια: Τον έπιασε ο θυμός. – Τον τύφλωσε ο θυμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμός — θῡμός , θυμός soul masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμος — θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc sg θύμος Cretan thyme masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός. — πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός. См. Душа в пятки ушла … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
θύμοι — θύμος Cretan thyme masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГНЕВ — [греч. ορϒὴ, θυμός, лат. furor], 1. Г. Божий; 2. Страстная раздражительность, один из основных человеческих пороков. В НЗ и у св. отцов чаще встречается слово ορϒὴ (напр., сущ.: Мк 3. 5; Иак 1. 19; Кол 3. 8; 1 Тим 2. 8; Еф 4. 31; прил. ὀρϒίλον:… … Православная энциклопедия
Concupiscence — La concupiscence est un terme qui désigne, dans la théologie chrétienne, le penchant à jouir des biens terrestres soit, de manière plus générale, le désir des plaisirs sensuels, assimilant la concupiscence au « foyer du péché »… … Wikipédia en Français
Péché sexuel — Concupiscence La concupiscence est un terme qui désigne, dans la théologie chrétienne, le penchant à jouir des biens terrestres soit, de manière plus générale, le désir des plaisirs sensuels, assimilant la concupiscence au « foyer du… … Wikipédia en Français
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek