-
1 γλωσσός
γλωσσός, geschwätzig, Arcad. p. 76, 14.
-
2 γλωσσός
-
3 ἁδύ-γλωσσος
ἁδύ-γλωσσος, u. ähnliche dor. für ἡδύ-γλωσσος.
-
4 πρό-γλωσσος
πρό-γλωσσος, vorschnell mit der Zunge, geschwätzig, Sp., wie Clem. Al. strom. 5, 5, 27.
-
5 περί-γλωσσος
περί-γλωσσος, sehr zungenfertig, Pind. P. 1, 41.
-
6 πικρό-γλωσσος
πικρό-γλωσσος, von, mit bitterer, beleidigender Zunge, Sprache, ἀραί, mit Bitterkeit ausgesprochen, Aesch. Spt. 769.
-
7 παλαί-γλωσσος
παλαί-γλωσσος, Conj. Valck. für πολύγλωσσος, bei Soph. Trach.
-
8 παλίγ-γλωσσος
παλίγ-γλωσσος, von widriger, fremder Sprache; πόλις, neben βάρβαρος, Pind. I. 5, 23; aber ῥῆσις παλίγγλωσσος ἀγγέλων, N. 1, 58, ist die widersprechende, falsche; vgl. Poll. 2, 109. 6, 164, wo es δύςφημος, κακόφημος erkl. ist.
-
9 παλί-γλωσσος
παλί-γλωσσος, = παλίγγλωσσος, Hesych., der βλάσφημος erkl.
-
10 πλατύ-γλωσσος
πλατύ-γλωσσος, att. - γλωττος, breitzüngig, im compar. Arist. part. an. 2, 17.
-
11 ποικιλό-γλωσσος
ποικιλό-γλωσσος, mit mannichfacher Stimme, Sp.
-
12 πολύ-γλωσσος
πολύ-γλωσσος, att. - ττος, vielzüngig; Soph. Tr. 1058 von der Eiche in Dodona, die viele Orakel giebt; βοή, Geschrei des Neides von vielen Menschen, El. 631. 788; ἀπειλαὶ τῶν βαρβάρων, Plut. Lucull. 7; Luc. Deor. conc. 14.
-
13 ταχύ-γλωσσος
ταχύ-γλωσσος, schnellzüngig, voreilig im Reden, Hippocr.
-
14 τετρά-γλωσσος
τετρά-γλωσσος, vierzüngig, von vier Sprachen (?).
-
15 τανύ-γλωσσος
τανύ-γλωσσος, mit langer oder ausgestreckter Zunge, κορῶναι, Od. 5, 66.
-
16 βραδύ-γλωσσος
βραδύ-γλωσσος, von langsamer Zunge, Sprache, LXX.; Luc. Philop. 13.
-
17 μυσαρό-γλωσσος
μυσαρό-γλωσσος, mit unfläthiger Zunge, v. l. für μιαρόγλωσσος, Eryc. 11 (VII, 377).
-
18 κυνό-γλωσσος
κυνό-γλωσσος, ὁ, ein Fisch, Epicharm. bei Ath. VII, 288 b u. 308 e. Vgl. das Vorige.
-
19 κακό-γλωσσος
κακό-γλωσσος, von böser, Unglück redender Zunge; βοή, Unglücksklagen, Eur. Hec. 661; Νιόβη, die zu ihrem Unglück gesprochen, Callim. Del. 96; Sp.
-
20 καλό-γλωσσος
καλό-γλωσσος, mit schöner Sprache, Sp.
См. также в других словарях:
γλωσσός — talking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσαῖς — γλωσσός talking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσᾷ — γλωσσός talking fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσῶ — γλωσσός talking masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόγλωσσος — η, ο (Α ἑτερόγλωσσος, ον και αττ. τύπος ἑτερόγλωττος, ον) αυτός που μιλά άλλη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος, ο αλλόγλωσσος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διαφορετικές γλώσσες. επίρρ... ἑτερογλώσσως σε ξένη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * +… … Dictionary of Greek
εύγλωσσος — εὔγλωσσος, ον (ΑΜ) βλ. εύγλωττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αμφί γλωσσος, ηδύ γλωσσος)] … Dictionary of Greek
ηδύγλωσσος — η, ο (Α ἡδύγλωσσος, δωρ. τ. ἁδύγλωσσος, ον) αυτός που μιλάει με γλυκό τρόπο, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος («ἡδύγλωσος βοά», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek
θεόγλωσσος — θεόγλωσσος, ον (Α) (για ποιητή) αυτός που έχει θεϊκή γλώσσα, που τα ποιήματά του έχουν θεία έμπνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γλωσσος (γλώσσα), πρβλ. ά γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek
θηλύγλωσσος — θηλύγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, αυτός που μιλάει σαν γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek
θρασύγλωσσος — και θρασύγλωττος, ον (ΑΜ) ο θρασυγλωσσής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + γλωσσος < γλώσσα (πρβλ. βραδύ γλωσσος, πολύ γλωσσος)] … Dictionary of Greek
ιδιόγλωσσος — ἰδιόγλωσσος, ον (Α) αυτός που μιλά δική του, ξεχωριστή γλώσσα («πόλιν ἰδιόγλωσσον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek