-
1 άτος
-
2 άτος
ἄτος, ἆτοςinsatiate: masc /fem nom sgἔτος, ἔτοςyear: neut nom /voc /acc sg -
3 ἄτος
ἄτος, ἆτοςinsatiate: masc /fem nom sgἔτος, ἔτοςyear: neut nom /voc /acc sg -
4 ἆτος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἆτος
-
5 ἆτος
-
6 ἆτος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἆτος
-
7 ἆτος
Βλ. λ. άτος -
8 ἄτος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄτος
-
9 ἀγαλλίαμα
-ατος τό N 3 0-0-9-4-10=23 Is 16,10; 22,13; 35,10; 51,3.11joy, rejoicing Is 16,10; religious joy, joyful worship Is 35,10; neol. -
10 ἄγαλμα
-ατος τό N 3 0-0-2-0-1=3 Is 19,3; 21,9; 2 Mc 2,2idol, statue, imageCf. KOONCE 1988, 108-110 -
11 ἀγαυρίαμα
-ατος τό N 3 0-0-2-1-1=4 Is 62,7; Jer 31(48),2; Jb 13,12; Bar 4,34pride, boastfulness; neol.→LSJ RSuppl -
12 ἁγίασμα
-ατος + τό N 3 9-7-11-14-26=67 Ex 15,17; 25,8; 28,36; 29,6.34*Zech 7,3 τὸ ἁγίασμα the holy (offering)?-נזר/ה? for MT הנזר (inf. ni.) keeping abstentions; *Lv 25,5 σταφυλὴν τοῦ ἁγιάσματος grapes of your holy offering?-נזרך ענבי for MT נזירך ענבי grapes singled out, withheld from cultivation? or grapes of your nazir?neol.?Cf. HARLÉ 1988 178-181. 197 (Lv 25,5); →NIDNTT -
13 ἅγνισμα
-ατος τό N 3 1-0-0-0-0=1 Nm 19,9purification, expiationCf. DANIEL, S. 1966, 306; DORIVAL 1996, 543; WEVERS 1998 315 -
14 ἀγνόημα
-ατος + τό N 3 1-0-0-0-6=7 Gn 43,12; Jdt 5,20; Tob 3,3; 1 Mc 13,39fault of ignorance, oversight, mistake Gn 43,12; sinful ignorance, mistake Tob 3,3Cf. DANIEL, S. 1966, 323-324; HARL 1986a, 283(Gn 43,12); PASSONI DELL’ACQUA 1988 335-350;→NIDNTT; TWNT -
15 ἀδίκημα
-ατος + τό N3 4-3-8-1-3=19 Gn 31,36; Ex 22,8; Lv 5,23; 16,16; 1 Sm 20,1injustice, trespass, intentional wrongCf. DANIEL, S. 1966, 309-312; →NIDNTT; TWNT -
16 ἄθροισμα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 1 Mc 3,13multitude, gathering, assembly -
17 αἷμα
-ατος + τό N 3 156-69-91-36-49=401 Gn 4,10.11; 9,4.5.6(bis)blood Ex 12,7; anything like blood, wine Gn 49,11; blood relationship, kin Nm 35,11; blood, life Ez16,36; αἵματα bloodshed, murder 1 Sm 25,33κρίνω αὐτὸν θανάτῳ και αἵματι I punish him with death and bloodshed Ez 38,22; ἀνὴρ αἱμάτων cruel man 2 Sm 16,7; τὸ αἷμά σου ἐπὶ τὴν κεφαλήν σου you are guilty for the death of sb 2 Sm 1,16; αἷμα ἀναίτιον innocent blood Sus 62; ὁ ἐκχέων αἷμα ἀνθρώπου ἀντὶ τοῦ αἵματος αὐτοῦ ἐκχυθήσεται he that sheds human blood, instead of that blood shall his own be shed Gn 9,6; πηγὴ αἵματος fountain of blood, menstrual flow Lv 12,7; ῥύσις αἵματος menstrual flow Lv 15,25דמך/מ for MT רמותיך (with) your rubble?Cf. ENGEL 1985, 131; HARL 1986a, 61; HARLÉ 1988, 34; LE BOULLUEC 1989, 45; →NIDNTT; TWNT -
18 αἴνιγμα
-ατος +τό N 3 2-2-0-2-3=9 Nm 12,8; Dt 28,37; 1 Kgs 10,1; 2 Chr 9,1; Prv 1,6obscure saying, riddle→NIDNTT; TWNT -
19 αἴτημα
-ατος + τό N 3 0-5-0-9-1=15 JgsB 8,24; 1 Sm 1,17.27; 1 Kgs 3,5; 12,24drequest, demand→TWNT -
20 ἀκρόαμα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 Sir 32,4
См. также в других словарях:
.άτος — ἄτος , ἆτος insatiate masc/fem nom sg ἔτος , ἔτος year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτος — ἆτος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ατός — ή, ό (ατός μου, ατή μου, ατός σου, ατό του...) αυτός ο ίδιος, μόνος του («ατός μου το θαμάζω», «ήρθε ατός του ο βασιλιάς», «ατή της εγκρεμίστηκε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ατός ανάγεται στην αυτοπαθή αντωνυμία εᾱτού αντί εᾱυτού. Η γεν. εαυτού καθώς και η δοτ … Dictionary of Greek
ἆτος — ἆ̱τος , ἄατος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαδαρόμ(μ)ατος — κλαδαρόμ(μ)ατος, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει τα μάτια θολά από ερωτική συγκίνηση 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) oἱ κλαδαρόμ(μ)ατοι «εὔσειστοι τὰ ὄμματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος, ευαίσθητος» + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. γλαυκ όμματος, πολυ … Dictionary of Greek
τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ … Dictionary of Greek
χαλκόκρας — ατος, και χαλκοκράς, ᾱτος, ὁ, ἡ, Α 1. αναμεμιγμένος με χαλκό 2. χαλκοκορυστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κρας (< θ. κρα τού κεράννυμι* «αναμιγνύω»), πρβλ. μελί κρας / μελι κράς] … Dictionary of Greek
ἄτον — ἆτος insatiate masc/fem acc sg ἆτος insatiate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροποίκιλμα — ( ατος), το το κέντημα, το φεστόνι στις άκρες υφάσματος ή ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ποίκιλμα] … Dictionary of Greek
ανοιγόκλεισμα — ( ατος), το 1. το ανοιγοκλείσιμο* 2. η απότομη μεταβολή του καιρού [«αυτά τα’ ανοιγοκλείσματα / φέρν’νε και ξεστανίσματα» παροιμ. αυτές οι αλλαγές του καιρού καταστρέφουν τελείως τα κοπάδια] … Dictionary of Greek