Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἄωτον

  • 1 верх

    верх
    м
    1. (верхняя часть) τό (ἐ)πάνω μέρος, τό [ὐ]ψηλότερο[ν] μέρος:
    \верх до́ма τό πάνω μέρος (или τό πάνω πάτωμα) τοῦ σπιτιού·
    2. (экипажа, машины и т. п.) τό κάλυμμα, ἡ καπότα (τοῦ ἀμαξιού)·
    3. (высшая степень, предел) τό κορύφωμα, ὁ κολοφών, τό ἀπόγειον, τό ἄκρον:
    \верх счастья τό κορύφωμα τής εὐτυχίας· быть на \верху блаженства εἶμαι στό κορύφωμα τής εὐδαιμονίας· это \верх нахальства εἶναι τό ἄκρον ἄωτον τής ἀναίδειας·
    4. (лицевая сторона материи) ἡ καλή, ἡ ὀψη, τό ἐξωτερικόν ◊ одержа́ть \верх над кем-л. νικώ κάποιον, βγαίνω νικητής.

    Русско-новогреческий словарь > верх

  • 2 ехать

    ехать
    несов
    1. (на чем-л.) πηγαίνω μέ μεταφορικό μέσο / ταξιδεύω (путешествовать):
    \ехать на автомобиле (на пароходе) πηγαίνω μέ τό αὐτοκίνητο (μέ τό ἀτμόπλοιο)· \ехать на велосипеде πηγαίνω μέ τό ποδήλατο, κάνω ποδήλατο· \ехать верхом πηγαίνω καβάλλα, πηγαίνω ίφιππος·
    2. (уезжать) φεύγω, ἀναχωρώ· ◊ дальш'е \ехать некуда φθάνω στό ἄκρον ἄωτον. поехал \ехать в Тулу со своим самоваром κομίζω γλαύκα είς Αθήνας.

    Русско-новогреческий словарь > ехать

  • 3 грань

    θ.
    1. όριο, σύνορο, διαχωριστική γραμμή. || άκρη, έπακρον, άκρον άωτον, χείλος-μεταίχμιο•

    на -и войны στα πρόθυρα του πολέμου•

    на -и безумия πολύ κοντά στην τρέλλα•

    на -и жизни и смерти στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.

    2. (μαθ.) έδρα, πλευρά•

    куб имеет шесть -ей ο κύβος έχει έξι έδρες.

    || λοξοκομμένη άκρη.
    3. βλ. гранение.
    4. γωνία, εξέχουσα άκρη αντικειμένου, αγκωνή.

    Большой русско-греческий словарь > грань

  • 4 квинтэссенция

    θ. (γραπ. λόγος) πεμτουσία. || μτφ. το κυριότερο, το βασικότερο, το κάλλιστο• το άνθος, ο αιθέρας• το άκρον άωτον.

    Большой русско-греческий словарь > квинтэссенция

  • 5 предел

    α.
    1. όριο, σύνορο, γραμμή•

    обозначить на карте -ы области σημειώνω στο χάρτη τα όρια της περιοχής.

    || μτφ. το άκρο•

    выйти из -ов благопристойности ή приличия βγαίνω από τα όρια της ευπρέπειας•

    перейти -ы дозволенного ξεπερνώ τα όρια του επιτρεπτού•

    в -ах возможного στα όρια του δυνατού•

    доходить (дойти) до -а φτάνω στα άκρα•

    вне -ов έξω από τα όρια•

    за -ами. πέρα από τα όρια.

    2. πλθ. -ы, -ов τα σύνορα•

    расширить -ы государства μεγαλώνω τα όρια του κράτους.

    || παλ. περιοχή.
    3. το ανώτερο όριο, το έπακρο, το άκρον άωτον•

    предел упругости το ανώτατο όριο ελαστιχότητας.

    || τέλος, τέρμα•

    всякому терпению есть -η υπομονή έχει όρια•

    положить предел βάζω τέρμα.

    Большой русско-греческий словарь > предел

См. также в других словарях:

  • ἄωτον — the choicest masc acc sg ἄωτον the choicest neut nom/voc/acc sg ἄωτος the choicest masc/fem acc sg ἄωτος the choicest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άωτον — (AM ἄωτον, το Α και ἄωτος, ο) 1. το ωραιότατο και άριστο κάθε πράγματος, το άνθος, ο αθέρας 2. η ανώτατη βαθμίδα, το αποκορύφωμα («το άκρον άωτον») αρχ. 1. αυτό που δίνει τιμή και δόξα σε κάτι 2. λεπτότατο χνούδι μαλλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ …   Dictionary of Greek

  • ἀώτοις — ἄωτον the choicest masc dat pl ἄωτον the choicest neut dat pl ἄωτος the choicest masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀώτου — ἄωτον the choicest masc gen sg ἄωτον the choicest neut gen sg ἄωτος the choicest masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀώτῳ — ἄωτον the choicest masc dat sg ἄωτον the choicest neut dat sg ἄωτος the choicest masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄωτα — ἄωτον the choicest neut nom/voc/acc pl ἄωτος the choicest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄωτοι — ἄωτον the choicest masc nom/voc pl ἄωτος the choicest masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄωτος — ἄωτον the choicest masc nom sg ἄωτος the choicest masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκρο(ν) — το (το ουδ. του επιθ. άκρος που χρησιμοποιείται ως ουσ.) 1. το τελευταίο σημείο, η άκρη: Από το ανατολικό άκρο της πόλης περνά η εθνική οδός. 2. το ανώτατο όριο, το κορύφωμα: Εκείνη τη στιγμή ήταν «εις άκρον» λυπημένος. 3. υπερβολή, ακρότητα:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀώτωι — ἀώτῳ , ἄωτον the choicest masc dat sg ἀώτῳ , ἄωτον the choicest neut dat sg ἀώτῳ , ἄωτος the choicest masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»