Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἄφ-ετος

  • 1 год

    год
    м
    1. (промежуток времени) ὁ χρόνος, ἡ χρονιά, τό ἐτος:
    текущий \год τό τρέχον ἐτος, ὁ φετεινός χρόνος· бюджетный \год τό οίκονομικόν ἔτος· учебный \год τό σχολικόν ἔτος, ἡ σχολική χρονιά· високосный \год τό δίσεκτο ἐτος· урожайный \год χρόνος πλούσιας σοδειάς· времена \года οἱ ἐποχές τοῦ ἐτους' \год рождения χρόνος γέννησης, ἐτος γεννήσεως· \год смерти ἡ ἡμερομηνία θανάτού ему́ три \года εἶναι τριῶν χρονῶν (ἐτῶν)· ему́ шестнадцатый \год εἶναι δεκαέξη χρονών (ἐτών), περπατά στά δεκάξη· в будущем \году́ τοῦ χρόνου, στό ἐπόμενο ἐτος· в прошлом \году́ πέρυσι, πέρσι, τόν περασμένο χρόνο, τό παρελθόν ἐτος· в позапрошлом \году́ πρόπερσι, τό προπαρελθόν ἔτος· Два \года тому́ назад δυό χρόνια πρίν, πρό δυό ἐτῶν два \года спустя μετά ἀπό δυό χρόνια· через \год μετά ἀπό ἕνα χρόνο· около \года ἕνα χρόνο περίπού два раза в \год δυό φορές τό χρόνο, δίς τοῦ ἐτους' из \года в \год κάθε χρόνο· \год от \году ἀπό χρονιά σέ χρονιά· \год за \годом κάθε χρόνο· за \год до... ἕνα χρόνο πρίν...· в течение \года μέσα στό χρόνο, στή διάρκεια τοῦ ἔτους· по истечении \года μετά παρέλευσιν ἐτους· с этого \года ἀπό φέτος, ἀπό τούτη τή χρονιά· в том же \году́ τόν ίδιο χρόνο, τό ἰδιο ἔτος· около \года ἕνα χρόνο περίπου· за (один) \год μέσα σ' ἕνα χρόνο, στή διάρκεια ἐνός ἔτοῦς·
    2. \год||ы мн. (эпоха, период времени) τά χρόνια, ὁ καιρός:
    детские \годы τά παιδικά χρόνια· двадцатые \годы τά χρόνια 20-30, ἡ τρίτη δεκαετηρίδα· люди сороковых \годо́в ἡ γενιά τοῦ σαράντα·
    3. \год||ы мн. (возраст) ἡ ήλικία, τά χρόνια:
    он в \годах εἶναι ἡλικιωμένος· в мой \годы στήν ἡλικία μου, στά χρόνια μου· ◊ Новый \год τό νέον ἔτος, ὁ καινούριος χρόνος, ἡ πρωτοχρονιά· с Новым \годом! Καλή χρονιά!, Καλή πρωτοχρονιά!, εὐτυχές τό Νέον ἔτος!· кру́г-лый \год ὁλοχρονίς, ὅλο τό χρόνο· без \году неделя разг, ар он. πολύ λίγο διάστημα.

    Русско-новогреческий словарь > год

  • 2 год

    год м το έτος, η χρονιά, ο χρόνος учебный \год το διδακ τικό έτος το σχολικό έτος (в школе) весь (или целый) \год ολόκληρο χρόνο через \год μετά ένα χρόνο в прошлом (в будущем) \году πέρ(υ)σι (του χρόνου) \год тому назад πριν ένα χρόνο, πέρσι в текущем (или в этом) \году φέτος из года в \год από χρόνο σε χρό νο ◇ Новый \год το Νέον έτος, η Πρωτοχρονιά с Новым годом! ευτυχές το Νέον έτος!, καλή Πρωτοχρονιά!
    * * *
    м
    το έτος, η χρονιά, ο χρόνος

    уче́бный год — το διδακτικό έτος; το σχολικό έτος ( в школе)

    весь ( или це́лый) год — ολόκληρο χρόνο

    че́рез год — μετά ένα χρόνο

    в про́шлом (в бу́дущем) году́ — πέρ(υ)σι (του χρόνου)

    год тому́ наза́д — πριν ένα χρόνο, πέρσι

    в теку́щем ( или в э́том) году́ — φέτος

    из го́да в год — από χρόνο σε χρόνο

    ••

    Но́вый год — το Νέον έτος, η Πρωτοχρονιά

    с Но́вым го́дом! — ευτυχές το Νέον έτος!, καλή Πρωτοχρονιά!

    Русско-греческий словарь > год

  • 3 год

    -а (-у), προθτ. в -у, о -е, πλθ. годы κ. года, γεν. годов κ. лет а.
    1. χρόνος, χρονιά, έτος•

    новый год ο καινούριος χρόνος, το νέον έτος•

    астрономический год αστρικό έτος•

    текущий год το τρέχον έτος•

    солнечный -ηλιακό έτος•

    хозяйственный, бюджетный οικονομικό έτος•

    учебный год εκπαιδευτικό έτος, εκπαιδευτική χρονιά•

    урожайный год χρονιά μεγάλης σοδειάς, καρπερός χρόνος•

    круглый ολόκληρο χρόνο, ολοχρονίς•

    из -а в год από χρόνο σε χρόνο•

    в будущем -у τον ερχόμενο! χρόνο, την άλλη χρονιά, το επόμενο έτος•

    в прошлом -у τον περασμένο χρόνο, το παρελθόν έτος•

    который ему -? πόσων χρονών είναι αυτός;•

    ему пошел двадцатый год αυτός μπήκε στα είκοσι χρόνια•

    через год μετά από ένα χρόνο,• три -а тому назад πρίν τρία χρόνια•

    с новым -ом (ευχή) καλή χρονιά•

    без году неделя πριν λίγο (χρόνο)•

    год от -у κ. год от -а από χρόνο σε χρόνο•

    на год σ’ ένα χρόνο•

    за год για ένα χρόνο ή για το χρόνο•

    с -у на год από τον ένα χρόνο στον άλλο.

    2. πλθ. -ы δεκαετία•

    шестидесятые -ы η έβδομη δεκαετία•

    люди сороковых годов άνθρωποι της πέμπτης δεκαετίας.

    3. πλθ. года κ. годы, γεν. -ов περίοδος χρόνου, καιρός•

    детские -ы τα παιδικά χρόνια,η παιδική ηλικία•

    -ы гражданской войны τα χρόνια (ο καιρός) του εμφυλίου πολέμου•

    старые -ы τα παλιά χρόνια, Ό παλιός καιρός.

    εκφρ.
    он в -ах – αυτός είναι ώριμος, στην ηλικία που πρέπει•
    не по -ам – δεν έφτασε στα χρόνια,είναι ανωρίμαστος•
    год на год не приходится – οι καιροί δε μοιάζουν (δύσκολη είναι η πρόβλεψη τί θά συμβεί).

    Большой русско-греческий словарь > год

  • 4 Year

    subs.
    P. and V. ἔτος, τό, ἐνιαυτός, ὁ; see Season.
    A year old, adj.: P. ἐνιαύσιος.
    Lasting a year: P. and V. ἐνιαύσιος, ἐτήσιος, P ἐπέτειος (Dem. 651). V. ἔτειος.
    This year: use adv., Ar. τῆτες.
    Last year: use adv., Ar. and V. πέρυσι(ν).
    Of last year, adj.: Ar., and P. περυσινός.
    The year before last: use adv., P. προπέρυσι(ν).
    Every year: P. κατὰ ἔτος ἕκαστον, κατʼ ἐνιαυτόν, V. πᾶν ἔτος.
    Twice a year: V. δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ.
    In a space of ten years: V. δεκασπόρῳ χρόνῳ (Eur., Tro. 20).
    A space of ten years.: P. χρόνος δεκαέτηρος, ὁ (Plat.).
    Having been a year gone: V. ἐνιαύσιος βεβώς (Soph., Trach. 165).
    Saved after many years: V. πολυετὴς σεσωσμένος (Eur., Or. 473).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Year

  • 5 текущий

    текущий (теперешний) σημερινός, τρεχούμενος; \текущий момент η σημερινή κατάσταση, το παρόν в \текущийем году το τρέχον έτος, φέτος; \текущийие дела τα τωρινά προβλήματα, τα τρέχοντα ζητήματα; \текущий ремонт η μικρή επισκευή
    * * *
    ( теперешний) σημερινός, τρεχούμενος

    теку́щий моме́нт — η σημερινή κατάσταση, το παρόν

    в теку́щем году́ — το τρέχον έτος, φέτος

    теку́щие дела́ — τα τωρινά προβλήματα, τα τρέχοντα ζητήματα

    теку́щий ремо́нт — η μικρή επισκευή

    Русско-греческий словарь > текущий

  • 6 тысяча

    тысяча 1. χίλια (χίλιοι, χίλιες) 2. ж το χίλια; η χιλιάδα· \тысяча девятьсот восемьдесят пятый год το έτος χίλια εννεακόσια ογδόντα πέντε* \тысячаи люден οι χιλιάδες άνθρωποι
    * * *
    1.
    χίλια (χίλιοι, χίλιες)
    2. ж
    το χίλια; η χιλιάδα

    ты́сяча девятьсо́т во́семьдесят пя́тый год — το έτος χίλια εννεακόσια ογδόντα πέντε

    ты́сячи люде́й — οι χιλιάδες άνθρωποι

    Русско-греческий словарь > тысяча

  • 7 академический

    академ||и́ческий
    прил в разн. знач. ἀκαδημαϊκός:
    \академическийи́ческий год τό ἀκαδημαϊκό ἐτος, τό πανεπιστημιακό ἔτος.

    Русско-новогреческий словарь > академический

  • 8 year

    [jiə] 1. noun
    1) (the period of time the earth takes to go once round the sun, about 365 days: We lived here for five years, from November 1968 to November 1973; a two-year delay.) έτος, χρόνος, χρονιά
    2) (the period from January 1 to December 31, being 365 days, except in a leap year, when it is 366 days: in the year 1945.) έτος
    2. adverb
    (every year: The festival is held yearly.) μια φορά το χρόνο
    - all the year round
    - all year round
    - long

    English-Greek dictionary > year

  • 9 година

    θ.
    (υψ. ύφος) ενιαυτός, έτος, χρόνος•

    година бедствий έτος δεινών, χρόνος δεινοπαθημάτων.

    || παλ. η ώρα.

    Большой русско-греческий словарь > година

  • 10 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 11 курс

    α.
    1. κατεύθυνση, πορεία•

    держать ή взять курс на север κατευθύνομαι προς το βορά.

    2. βασική πολιτική κατεύθυνση•

    курс на индустриализацию страны βασική πολιτική κατεύθυνση η εκβιομηχάνιση της χώρας.

    3. μαθήματα, σειρά διαλέξεων εγχειρίδιο (με περιεχόμενο αυτών των διαλέξεων).
    4. πλήρης κύκλος διδασκαλίας•

    он кончил курс гимназии αυτός τέλειωσε το γυμνάσιο.

    5. έτος φοίτησης (σε ανώτερα εκπαιδ. ιδρύματα)•

    перейти на четвёртый курс περνώ (προβιβάζομαι) στο τέταρτο έτος.

    || οι φοιτητές•

    второй курс пошёл на практику οι δευτεροετείς φοιτητές πήγαν για πρακτική εξάσκηση.

    6. θεραπεία•

    курс лечения η προβλεπόμενη θεραπεία.

    7. αξία, τιμή•

    биржевой курс οι τιμές του χρηματιστηρίου.

    8. σχολή• μαθήματα•

    -ы иностранных языков σχολή ξένων γλωσσών•

    -ы кройки и шитья σχολή κοπτικής και ραπτικής.

    εκφρ.
    быть в -е – είμαι ενήμερος, γνώστης•
    держать в -е кого – κρατώ ενήμερον κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > курс

  • 12 Yearly

    adj.
    Ar. and P. ἐπέτειος, V. ἔτειος. P. and V. ἐνιαύσιος, ἐτήσιος.
    ——————
    adv.
    P. κατʼ ἐνιαυτόν, κατὰ ἔτος ἕκαστον, V. πᾶν ἔτος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Yearly

  • 13 год

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > год

  • 14 звёздный

    αστρικ/ός
    - год астр. - ό έτος
    - дождь см. звездопад

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звёздный

  • 15 курс

    1. (направление движения) η πορεία, η κατεύθυνση, мор. о πλους
    - следования (линия соединяющая пункты отправления и назначения) - του προορισμού
    2. эк. η τιμή, η αξία 3. (цикл лечебных процедур) η θεραπεία 4. (в политике) η (πολιτική) κατεύθυνση 5. (изложение какой-л. науки в вузе) η διδασκαλία, η σειρά (των διαλέξεων/μαθημάτων) 6. (год обучения в вузах и средних специальных учебных заведениях) το έτος (της εκπαίδευσης/φοί-τησης) 7. (законченный цикл обучения) о πλήρης κύκλος της διδασκαλίας 8. (учебник, излагающий какую-л. науку) το εγχειρίδιο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > курс

  • 16 световой

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > световой

  • 17 будущий

    бу́дущ||ий
    прил μέλλων:
    в \будущийем году́ τοῦ χρόνου, τό προσεχές ἐτος; \будущийее время грам. ὁ μέλλων.

    Русско-новогреческий словарь > будущий

  • 18 бюджетный

    бюджет||ный
    прил τοῦ προϋπολογισμού:
    \бюджетныйный год τό οἰκονομικό ἐτος.

    Русско-новогреческий словарь > бюджетный

  • 19 високосный

    високосный
    прил δίσεκτος:
    \високосный год τό δίσεκτο ἔτος.

    Русско-новогреческий словарь > високосный

  • 20 голодный

    голод||ный
    прил
    1. νηστικός, πεινασμένος:
    быть \голодныйным εἶμαι νηστικός, εἶμαι πεινασμένος·
    2. (неурожайный, скудный) ἀφορος, ἄγονος:
    \голодный край ἡ ἄγονη περιοχή· \голодный годто ἀφορο ἐτος· \голодный паек τό σιτηρέσιο πείνας·
    3. (вызванный голодом):
    \голодныйная смерть ὁ θάνατος ἀπ' τήν πείνα, ἡ λιμοκτονία.

    Русско-новогреческий словарь > голодный

См. также в других словарях:

  • ἐτός — without reason indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτός — sent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔτος — year neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • έτος — το 1. χρονική διάρκεια 365 366 ημερών, αλλ. χρόνος, χρονιά. 2. περίοδος εργασίας: Διδακτικό έτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έτος φωτός — Μονάδα μέτρησης, που χρησιμοποιείται στην αστρονομία για τις αποστάσεις των αστέρων, για vα αποφευχθεί η χρήση αριθμών της τάξης των δισεκατομμυρίων και πλέον. Στην πραγματικότητα, το έ.φ. παριστάνει την απόσταση που διανύει το φως σε χρονικό… …   Dictionary of Greek

  • καθ' έτος — καθ ἔτος (Α) αντί κατ ἔτος, με δάσυνση τού τ. πρβλ. εφέτος, δωδεχέτης κ.ά …   Dictionary of Greek

  • Διεθνές Γεωφυσικό Έτος — (ΔΓΕ). Χρονική περίοδος στη διάρκεια της οποίας επιστήμονες από πολλά κράτη, ειδικοί στη μελέτη της Γης και των φαινομένων που την αφορούν άμεσα, διεξήγαγαν ένα πρόγραμμα ερευνών και μελετών που είχε συμφωνηθεί και οργανωθεί εκ των προτέρων. Η… …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλιακό έτος — Το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Γης από το περιήλιο. Επειδή το περιήλιο της γήινης τροχιάς κινείται εξαιτίας των παρέλξεων των άλλων πλανητών προς τη διεύθυνση κίνησης της Γης, δηλαδή προς Α (συμπληρώνει ολόκληρο κύκλο …   Dictionary of Greek

  • αστρικό έτος — O χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές άνω μεσουρανήσεις του Ήλιου στο ίδιο σημείο της ουράνιας σφαίρας σε σχέση με τους αστερισμούς. Είναι ίσο με μια πλήρη περιστροφή της Γης γύρω από τον Ήλιο (σε σχέση με τους αστερισμούς), δηλαδή 365 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»