-
41 ἀτολμοτάτους
-
42 ατολμοτέραν
-
43 ἀτολμοτέραν
-
44 ατολμοτέροις
-
45 ἀτολμοτέροις
-
46 ατολμοτέρους
-
47 ἀτολμοτέρους
-
48 ατολμότατοι
-
49 ἀτολμότατοι
-
50 ατολμότατος
-
51 ἀτολμότατος
-
52 ατολμότεροι
-
53 ἀτολμότεροι
-
54 ατολμότερος
-
55 ἀτολμότερος
-
56 ατόλμοις
-
57 ἀτόλμοις
-
58 ατόλμου
ἄτολμοςdaring nothing: masc /fem /neut gen sgἀ̱τόλμου, ἀτολμόωto be: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀτολμόωto be: pres imperat act 2nd sgἀτολμόωto be: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
59 ἀτόλμου
ἄτολμοςdaring nothing: masc /fem /neut gen sgἀ̱τόλμου, ἀτολμόωto be: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀτολμόωto be: pres imperat act 2nd sgἀτολμόωto be: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
60 ατόλμους
ἄτολμοςdaring nothing: masc /fem acc plἀ̱τόλμους, ἀτολμόωto be: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀτολμόωto be: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
ἄτολμος — daring nothing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτολμος — η, ο (AM ἄτολμος, ον) [τόλμη] αυτός που δεν έχει τόλμη, ο δειλός … Dictionary of Greek
άτολμος, -η — ο αυτός που δεν έχει τόλμη, ο δειλός: Ήταν γυναίκα άτολμη, γι αυτό και πάντα υποχωρούσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτολμότερον — ἄτολμος daring nothing adverbial comp ἄτολμος daring nothing masc acc comp sg ἄτολμος daring nothing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄτολμος — ἄτολμος , ἄτολμος daring nothing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτολμοτέρων — ἄτολμος daring nothing fem gen comp pl ἄτολμος daring nothing masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτολμότατον — ἄτολμος daring nothing masc acc superl sg ἄτολμος daring nothing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτόλμως — ἄτολμος daring nothing adverbial ἄτολμος daring nothing masc/fem acc pl (doric) ἀ̱τόλμως , ἀτολμόω to be imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀτολμόω to be imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτολμον — ἄτολμος daring nothing masc/fem acc sg ἄτολμος daring nothing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτολμοτάτην — ἄτολμος daring nothing fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτολμοτάτου — ἄτολμος daring nothing masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)