-
1 αετομ(μ)άτης
ισσα, ικο с орлиным взглядом -
2 αετομ(μ)άτης
ισσα, ικο с орлиным взглядом -
3 βοϊδομ(μ)άτης
βοϊδομ(μ)άτα и βοϊδομ(μ)άτισσα, βοϊδομάτα и βοϊδομ(μ)άτικο 1. большеглазый;2. (ο) сорт чёрного винограда -
4 βοϊδομ(μ)άτης
βοϊδομ(μ)άτα и βοϊδομ(μ)άτισσα, βοϊδομάτα и βοϊδομ(μ)άτικο 1. большеглазый;2. (ο) сорт чёрного винограда -
5 γαλανομ(μ)άτης
ισσα и α, ικο голубоглазый, синеокий -
6 γαλανομ(μ)άτης
ισσα и α, ικο голубоглазый, синеокий -
7 ζαρομ(μ)άτης
ο, ζαρομ(μ)άτα и ζαρομ(μ)άτισσα η косоглазый, косой человек -
8 ζαρομ(μ)άτης
ο, ζαρομ(μ)άτα и ζαρομ(μ)άτισσα η косоглазый, косой человек -
9 μαυρομ(μ)άτης
ισσα и α, ικο черноглазый;§ φασόλια μαυρομ(μ)άτικα — маш (сорт тёмной фасоли)
-
10 μαυρομ(μ)άτης
ισσα и α, ικο черноглазый;§ φασόλια μαυρομ(μ)άτικα — маш (сорт тёмной фасоли)
-
11 μεγαλομ(μ)άτης
άτα и ισσα, ικο большеглазый -
12 μεγαλομ(μ)άτης
άτα и ισσα, ικο большеглазый -
13 ατησιμος
-
14 εισβαινω
ион. и староатт. ἐσβαίνω1) входить, вступать(πρὸς νυμφεῖον Soph.; δόμους τινός Eur.)
ἐμοὴ οἶκτος εἰσέβη Soph. — жалость охватила меня2) (тж. εἰ. σκάφος и ἐς νῆα Her.) погружаться, садиться на корабль(εἴσβαινον καὴ ἐπὴ κληῖσι κάθιζον Hom.; εἰσέβησαν τῶν ἱππέων πολλοί Xen.)
3) погружать на корабль(ἑκατόμβην θεῷ Hom. - in tmesi)
4) вводить, приводить(τινά Eur.)
5) перен. попадатьἄτης πέλαγος ἐσβέβηκα Aesch. — я ввергнут в пучину бедствий;
τοιαῦτα εἰσέβην κακά Soph. — вот какие бедствия постигли меня -
15 εκβασις
- εως ἥ1) высадка (на берег), выгрузка(στρατοῦ Aesch.; τῶν βαρβάρων Polyb.; ἔκβασιν ζητεῖν Plut.)
2) место для высадки(ἔ. οὔπῃ φαίνετο Hom.)
3) выход, проход(εἰς τὰ ὄρη Xen.)
4) выход, спасение(ἄτης εὐπρόσοιστος ἔ. Eur.)
5) исход, результат(τοῦ κακοῦ Men.)
6) продвижение, переходἔ. κατὰ τέν ἔλλειψιν Arst. — убывание, убыль
-
16 εκπορθεω
1) разрушать дотла(Τροίαν Eur.)
2) разорять, грабить(οἰκίας Lys.; χώραν Aeschin.)
3) расхищать(τὰ ἐνόντα, sc. τῆς πόλεως Thuc.)
4) уничтожать, губить, pass. гибнуть(τυφλῆς ὑπ΄ ἄτης ἐκπεπόρθημαι Soph.)
κρᾶτ΄ ἐκπορθηθείς Eur. — с обезображенной головой -
17 εμπλεκω
1) сплетать(τὸν στέφανον εὐόδμοισι σελίνοις Theocr.)
εἰς τέν φιλίαν τινός ἐ. Polyb. — завязать дружбу с кем-л.;перен. — сочинять, выдумывать (αἰνίγματα Aesch.);pass. — сплетаться, перен. находиться в связи (γυναικί Polyb.)2) вплетать, вставлять(τι Plat. и τι εἴς τι Arst.)
3) впутывать, запутыватьχεῖρα ἐμπλέξας τινός Eur. — ухватившись за чью-л. руку4) pass. запутываться(εἰς δίκτυον ἄτης Aesch.; πλεκταῖς ἐώραις Soph.; ἡνίαισιν Eur.; ἐν πυκνοῖς δεσμοῖσιν Arph.; перен.: ἐν τοσούτοις κακοῖς Isocr.; ἐν βιαίοις πόνοις Plat.)
ἐμπλέκεσθαι ἵπποις Plut. — цепляться за (ноги) лошадей;ἐμπλεκόμενοι εἰς τὰ κατὰ τέν Σικελίαν Polyb. — впутавшись в сицилийские дела -
18 εξαπαλλασσω
атт. ἐξαπαλλάττω (pass.: fut. ἐξαπαλλαχθήσομαι, aor. ἐξαπηλλάχθην)1) освобождать, избавлять(τινὰ κακῶν Eur.; κακῶν ἐξαπαλλαχθείς Her.)
τίς ἄλυπος ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται ; Soph. — кто (убив Эгиста) ускользнет безнаказанно?;τῶν εἰρημένων ἐξαπαλλαγῆναι Thuc. — отказаться от своих слов2) избавляться -
19 επισκοπος
I21) бьющий в цель, меткий, достигающийνίκης ἐ. Aesch. — обеспечивающий победу (см. ἐπίσκοπα)
2) соответствующийἄτης τῆσδ΄ ἐπίοκοπον μέλος Soph. — жалобная песнь подстать этому горю
IIὅ, ἥ1) надзиратель, смотритель, страж(ὁδαίων Hom., νεκροῦ Soph.)
2) хранитель, блюститель(ἁρμονιάων Hom.; πατρῴων δωμάτων Aesch.)
3) наблюдатель(σωφροσύνης καὴ ὕβρεως Plat.; χρηστῶν καὴ πονηρῶν ἔργων Plut.)
4) разведчик, соглядатай(νήεσσιν ἐ. ἡμετέρῃσιν Hom.)
σῆς ἕδρας ἐπίσκοποι Soph. — выслеживающие твое местонахождение, т.е. ищущие тебя5) pl. эпископы (соотв. ἁρμοσταί в Лаконии, афинские политические эмиссары в подвластных Афинам городах) Arph.6) глава религиозной общины, епископ NT. -
20 ζαω
(fut. ζήσω и ζήσομαι, aor. ἔζησα, pf. ἔζηκα, ppf. ἐζήκειν; opt. ζῴην; в атт. aor., pf. и ppf. обычно заменяются соотв. формами к βιόω)1) жить, быть в живых(ἔτεα ὀλίγα Her.)
ἄλλοτε μὲν ζώουσιν ἑτερήμεροι, ἄλλοτε δὲ τεθνᾶσι Hom. — (в подземном царстве Кастор и Полидевк) один день живы, другой - мертвы, т.е. попеременно оживают и умирают;οἱ ζῶντες Hom., NT. — живущие, живые;πᾶν τὸ ζῶν Plat. — все живое;ἐμεῦ ζῶντος Hom. — покуда я жив;τὸ ζῆν Plat., Arst. = ζωή;τοῦ εἶναί τὲ καὴ ζῆν ἕνεκα Plat. — для того, чтобы существовать и жить;ζῶντα κατακαυθῆναι Her. — быть заживо сожженным;εἰς τὸ ζ. ἰέναι Plat. — являться на свет, рождаться2) жить, проводить жизнь(εὖ Hom.; ἀβλαβεῖ βίῳ Soph.; ἐπιπονώτατα Xen.; ἐν ἐπιτηδεύμασιν ἐπιεικέσιν Arst.)
3) жить, получать пропитание, питаться(ἀπὸ κτηνέων καὴ ἰχθύων Her.; καρποῖς Dem.; ἔκ τινος Arph., Xen., Dem.)
ζ. βίον μοχθηρόν Soph. — вести жалкую жизнь;ἔχουσι ἐργαζόμενοι ζ. Arst. — им приходится жить своим трудом;οὐκ ἐπ΄ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὅ ἄνθρωπος погов. NT. — не единым хлебом будет жив человек4) быть в разгаре или в движенииζῶσα φλόξ Eur. — живое (яркое) пламя;
ὕδωρ ζῶν NT. — живая (проточная), перен. животворящая вода;γεωργία ζῶσα Arst. — кочевое земледелие5) быть в силе, быть действительным(ἀεί ποτε ζῇ ταῦτα, sc. νόμιμα Soph.)
ἄτης θύελλαι ζῶσι Aesch. — бури бедствия (еще) не утихли;αἱ ξυμφοραὴ ζῶσαι μάλιστα τῶν βουλευμάτων Soph. — весьма живые, т.е. благотворные последствия указаний (Эдипа)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Άτης — Προσωνυμία του Διονύσου. Αναφέρεται στη διανοητική σύγχυση που προκαλεί η οινοποσία και η οποία μπορεί να παρασύρει τους μέθυσους σε αλόγιστες πράξεις. Κατά τη μυθολογία, η Ά. –παραφροσύνη θεϊκής προέλευσης– συσκότισε τον νου του πανέμορφου… … Dictionary of Greek
Ἄτης — Ἄτη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτης — ἄ̱της , ἄτη bewilderment fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημεράδες — και μεσημεριάτες, οι δαιμονικά όντα που πιστεύεται ότι εμφανίζονται το μεσημέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + επίθημα άδες (πρβλ. αδερφ άδες, συννυφ άδες). Ο τ. μεσημεριάτες < μεσημέρι + κατάλ. άτης (πρβλ. εργ άτης, χωρι άτης)] … Dictionary of Greek
Τεγεάτης — Επώνυμος ήρωας και ιδρυτής της Τεγέας. Ήταν γιος του Λυκάονα και σύζυγος της κόρης του Άτλαντα Μαίρας. Ως γιοι του αναφέρονται οι Σκέφρος, Χειμών, Κύδων, Aρχήδιος και Γόρτυς. Άγαλμά του υπήρχε στην αγορά της Τεγέας. * * * (I) ο, ΝΑ, θηλ.… … Dictionary of Greek
χερμάτης — ὁ, Α χερμαστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμ άς + επίθημα ᾱτης / ήτης (πρβλ. πρῷρ άτης)] … Dictionary of Greek
χωριάτης — ο, ΝΜ, θηλ. χωριάτα και χωριάτισσα, Ν κάτοικος χωριού, χωρικός νεοελλ. 1. μτφ. άνθρωπος αγροίκος, απολίτιστος, άξεστος 2. παροιμ. φρ. α) «ο χωριάτης κι αν πλουτήνει, το τσαρούχι δεν τ αφήνει» δηλώνει ότι οι πολύχρονες συνήθειες δεν ξεχνιούνται… … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
Υπερτελεάτας — α, ὁ, Α προσωνυμία τού Απόλλωνος στην Κοτύρτα τής Λακωνικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τέλος + κατάλ. άτης (βλ. και λ. της)] … Dictionary of Greek
αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… … Dictionary of Greek
εισβαίνω — εἰσβαίνω (AM) εισέρχομαι μσν. περνώ, διαβαίνω αρχ. 1. επιβιβάζομαι σε πλοίο 2. (για εμπορεύματα) εισάγομαι από ξένη χώρα 3. με προεξοχή μου προσαρμόζομαι κάπου 4. φρ. «τοιαῡτα μέντοι καὐτὸς εἰσέβην κακά», «εἰσέβην ἄτης ἄβυσσον πέλαγος» σε τέτοιες … Dictionary of Greek