Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἄρχομαί

  • 1 начинать

    начинать
    несов ἀρχίζω, ἀρχινώ, ἀρχομαι:
    \начинать что́-л. делать ἀρχίζω νά κάνω κάτι· \начинать все сначала ἀρχινώ ὀλα ἀπό τήν ἀρχή· \начинать что́-л. впервые πρωταρχίζω κάτι· начинает вечереть ἀρχίζει νά βρα-δυάζει (или νά σουρουπώνει).

    Русско-новогреческий словарь > начинать

  • 2 начинаться

    начинать||ся
    ἀρχομαι, ἀρχίζω (άμετ.).

    Русско-новогреческий словарь > начинаться

  • 3 подмога

    подмо́г||а
    ж разг ἡ βοήθεια:
    прийти на \подмогау ἀρχομαι σέ βοήθεια

    Русско-новогреческий словарь > подмога

  • 4 начать

    -чну, -чншь, παρλθ. χρ. начал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. начатый, βρ: -чат, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    αρχίζω, κάνω την αρχή, την έναρξη• βάζω, θέτω σε ενέργεια• ανοίγω, πιάνω βάζω μπρος ξεκινώ•

    начать рубить αρχίζω να κόβω•

    начать постройку αρχίζω την οικοδομή•

    начать разговор αρχίζω την κουβέντα•

    переговоры αρχίζω τις συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•

    снова начать αρχίζω εκ νέου, επαναρχίζω•

    начать опять επαναρχίζω, ξαναρχίζω•

    начать спор αρχίζω τη συζήτηση•

    начать первый раз πρωταρχίζω•

    начать бочку вина ανοίγω (αρχίζω) το βαρέλι με το κρασί•

    αρχίσω.
    αρχίζω, άρχομαι, κάνω την αρχή κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > начать

  • 5 начинать

    ρ.δ. μτχ. ενστ. начинающий, επίρ. μτχ. начиная.
    1. βλ. начать.
    2. (συνήθως με τη λ. собой) κάνω την αρχή, άρχομαι, ξεκινώ.
    βλ. начаться

    Большой русско-греческий словарь > начинать

  • 6 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 7 починать

    ρ.δ. αρχίζω.
    αρχίζω, άρχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > починать

См. также в других словарях:

  • ἄρχομαι — ἄρχω to be first pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρχομ' — ἄρχομαι , ἄρχω to be first pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • начать — начну, начало, начальник, др. русск. начати, начьну, ст. слав. начѩти, начьнѫ ἄρχομαι, за чѩти, зачьнѫ προάγειν, болг. начна начну , сербохорв. на̏чне̑м, на̀че̑ти надрезать (хлеб) , словен. načeti, načnèm, в. луж. nаčеc, načnu, н. луж. nасеs,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αρκτικός — (I) ή, ό (AM ἀρκτικός, ή, όν) [άρκτος] ο βόρειος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀρκτικά οι βόρειοι αστερισμοί. (II) ή, ό (Α ἀρκτικός, ή, όν) [άρχομαι] νεοελλ. γραμμ. συνήθ. στον πληθ. οι χρόνοι του ρήματος από τους οποίους σχηματίζονται οι… …   Dictionary of Greek

  • κανονάρχης — και κανονάρχος και καλονάρχης και καλανάρχης, ο (AM κανονάρχης, Μ και κανονάρχος και καλονάρχος) βοηθός τού ψάλτη, που τού υπαγορεύει μελωδικά την αρχή τών κανόνων τών εκκλησιαστικών ύμνων νεοελλ. μσν. μτφ. σύμβουλος, βοηθός, υποβολέας, εισηγητής …   Dictionary of Greek

  • ομοιόαρκτος — ὁμοιόαρκτος, ον (Μ) (για δύο κατά σειρά λέξεις) αυτός που αρχίζει με τα ίδια γράμματα («ἡ παρίσωσις γίνεται... κατ ἀρχὴν μὲν οἷον: προσήκει προθύμως, ὃ καὶ ὁμοιόαρκτον λέγεται», Πλαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + αρκτος (< ἄρχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ποταρχώ — έω, Α συμποσιαρχῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτόν + αρχῶ (< άρχης < άρχω / άρχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • προσάρχομαι — Α [ἄρχομαι] κάνω προσφορά …   Dictionary of Greek

  • ՍԿԶԲՆԱՒՈՐԵՄ — (եցի.) NBH 2 0721 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 10c, 12c, 13c ն. ἅρχομαι inchoo. Սկիզբ առնել. սկսանել. նախ զառաջինն առնել ինչ. կր. լինել. *Անդուստ եւ զհիմնարկութիւն սուրբ եկեղեցւոյ սկզբնաւորեցին. Սհկ. կթ. արմաւ.: *Սկզբնաւորեաց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍԿՍԱՆԻՄ — (սայ, սի՛ր, սեալ.) NBH 2 0722 Chronological Sequence: Unknown date, 12c հ. ՍԿՍԱՆԻՄ ἅρχομαι incipio, coepi, inchoo, initium facio, duco. որ եւ ՍԿՍՆՈՒԼ, ՍԿԶԲՆԵԼ, ՍԿԶԲՆԱՒՈՐԵԼ, իլ. Ձեռն ʼի գործ առնիլ. առաջին լինել ʼի գործել կամ ասել. սկսիլ, ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • k̂āk-1 : k̂ǝk-, probably k̂ā(i)k- : k̂īk- —     k̂āk 1 : k̂ǝk , probably k̂ā[i]k : k̂īk     English meaning: to jump, spring out     Deutsche Übersetzung: ‘springen, hervorsprudeln, kräftig sich tummeln”     Note: (with k̂ǝk as ablaut neologism from k̂ük )     Material: Gk. κηκίω… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»