-
1 προς-περονάω
προς-περονάω, daran, darauf (mit der Schnalle) befestigen, Plat. Phaed. 83 d; ἄρτοι προςπεπερονημένοι ἦσαν πρὸς τοῖς κρέασι, Xen. An. 7, 3, 21.
-
2 φύρᾱμα
-
3 κολλίκιος
κολλίκιος, von der Art od. Gestalt des κόλλιξ, ἄρτοι Ath. III, 112 f; auch τὸ κολλίκιον, Sp. – Vgl. κόλλαβος.
-
4 μαλακο-πτυχεῖς
μαλακο-πτυχεῖς, ἄρτοι, Philoxen. bei Ath. IV, 147 d, weichfaltig, mit zarten Lagen, l. d.
-
5 δί-πυρος
-
6 νου-μήνιος
νου-μήνιος, zum Neumond gehörig, ἄρτοι, Luc. Lexiph. 6; – ὁ νουμήνιος, ein Vogel, eine Art Brachläufer, D. L. 9, 114.
-
7 βλωμίλιοι
-
8 μηκωνίς
μηκωνίς, ίδος, ἡ, ϑρίδαξ, Mohntätlich, von dem dem Mohn ähnlichen weißen Safte benannt, Sp. Bei Nic. Ther. 630 substantivisch. – Μᾱκωνίδες ἄρτοι, Mohnbrode, Alcman. bei Ath. III, 41 a.
-
9 ἄ-τριπτος
ἄ-τριπτος, 1) ungerieben, χεῖρες, nicht abgehärtet, Od. 21, 151, vgl. Themist. 9 p. 121 c; ἄκανϑαι Theocr. 13, 64, nicht zu betreten; ἀτραπός Ant. Ih. 24 (VII, 409); ungedroschen, Xen. Oec. 18, 5; ἄρτοι, ungeknetet, Arist. Probl. 21, 16, wo σφόδρα τετριμμένοι entggstzt. – 2) ungeübt, Plut. an vitiosit. 4 nach em.
-
10 ἄν-αλος
-
11 ἄτριπτος
-
12 μαλακοπτυχεῖς
μαλακο-πτυχεῖς, ἄρτοι, weichfaltig, mit zarten Lagen -
13 μηκωνίς
μηκωνίς, ίδος, ἡ, ϑρίδαξ, Mohnlattich, von dem dem Mohn ähnlichen weißen Safte benannt. Μᾱκωνίδες ἄρτοι, Mohnbrode
См. также в других словарях:
ἄρτοι — ἄρτος cake masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄρτοι — ἄρτοι , ἄρτος cake masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… … Dictionary of Greek
ενώπιος — (AM ἐνώπιος, ον) (το ουδ. ως επίρρ. ή πρόθ. με γεν.) ενώπιον κατά πρόσωπο, μπροστά σε κάποιον (α. «ενώπιον εμού τού συμβολαιογράφου» β. «ενώπιόν του εστάθησαν αρματωμένοι πάντες», Χρον. Mορ. γ. «ἐνώπιον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων», Αισχίν.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ζυμίτης — ζυμίτης, ὁ (Α) [ζύμη] 1. ο ένζυμος άρτος («ἄρτοι ζυμῑται μεγάλοι», Ξεν.) 2. στον πληθ. οἱ ζυμῑται (ενν. ἄρτοι) σύμβολο τής αιγυπτιακής πολιτείας … Dictionary of Greek
πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
первородный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. πρωτότοκος) прежде других родившейся, поспевший,… … Словарь церковнославянского языка
ANNONAE Civicae — item Annonae Publicae, dicti sunt tit. Cod. de Annonis civ. panes, qui plebi Constantinopolit. olim Imperatoriâ liberalitate quottidie distribuebantur. l. 8. eod. tit. Annonas civicas in Urbe Constantinopol. scholae scutariorum et scutariorum… … Hofmann J. Lexicon universale
BUCCAE — apud Iuvenalem, Sat. 3. v. 35. Notaeque per oppida buccae: Et, Sat. 11. v. 34. Maevius et Matho buccae: in veterib. Glossis Buccones, sunt scurtae vel parasiti, qui alienâ bucceâ, h. e. quadrâ, vivunt. Graeci βουκκίονες ab eadem voce appellant.… … Hofmann J. Lexicon universale
PASTELLUM — vel Guesdum hodie vocatur, quod olim in Gallia Guastum, eâdem herba, quae Vitrum Latine et Graece ἴσατις; a qua id genus coloris, quô caeruleum tingitur, confici solet, sic dicta quod contusa in pastillos digeratur, Graeci recentiores πάςτιλλον… … Hofmann J. Lexicon universale