-
1 ευπερισπαστος
-
2 ευπλεκτος
эп. ἐΰπλεκτος 2хорошо сплетенный, красиво свитый(σειρή, δίφρος Hom.; ἄρκυες Eur.; κόμη Anth.)
-
3 παγη
(ᾰ) ἥ силок, западня, ловушка(ἄρκυές τε καὴ πάγαι Plat.; перен. πάγας φράσσειν Aesch.)
ὑπὸ πάγης ἁλίσκεσθαι Her. — попасть в западню
См. также в других словарях:
ἅρκυες — ἄρκυες , ἄρκυς net fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρκυες — ἄρκυς net fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρκυς — ἄρκυς ( υος), η (Α) 1. κυνηγετικό δίχτυ 2. φρ. «ἄρκυες ξίφους» οι κίνδυνοι του ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.ρίζα *arqu «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. άρκευθος* καθώς και με τις σλαβικές… … Dictionary of Greek