Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄρεως

  • 1 Αρης

         Ἄρης
        - εως и εος, эп.-ион. ηος ὅ
        1) Арей или Арес (отождествл. с римск. Mars, сын Зевса и Геры, бог войны и воинских доблестей); его эпитеты у Hom.
        

    θοῦρος и θοός «стремительный, неистовый, яростный», ἀνδροφόνος и βροτολοιγός «человекоубийственный», ἀΐδηλος «разрушительный, истребляющий», τειχεσιπλήτης «сокрушитель стен», μιαίφονος «обагренный кровью», πελώριος «исполинский», οὖος «губительный», ῥινοτόρος «пронзающий щиты», ταλαύρινος «щитоносный», βριήπυος «рыкающий», ἀλλοπρόσαλλος «переменчивый», λαόσσοος «подстрекающий людей (к войне)», χρυσήνιος «блистающий золотом» и др.:

        Ἄρεως ὄχθος Her. = Ἄρειος πάγος

        2) война, тж. сражение, битва Hom., Pind., Trag.
        3) воинственность, воинский дух
        

    (Ἄ. ἔνεστιν ἔν τινι Soph.)

        4) войско
        

    (ὅ Μυρμιδόνων Ἄ. Eur.)

        5) убийство
        

    (λιθόλευστος Ἄ. Soph.)

        6) ранение, рана
        

    (Ἄ. ἀλεγεινός Hom.)

        7) меч
        8) гибель, мор
        

    (Ἄ. ἄχαλκος ἀσπίδων Soph.)

        9) планета Марс
        

    (ὅ ἀστέρ ὅ Ἄρεος Arst.)

    Древнегреческо-русский словарь > Αρης

  • 2 ενειμι

         ἔνειμι
        [εἰμί] (impf. ἐνῆν, fut. ἐνέσομαι)
        1) (в чём-л.) быть, находиться, содержаться, заключаться
        

    (τινι Hom., Aesch., Soph., Plat. и ἔν τινι Aesch., Her., Arph., Plat., Arst., Plut.; αὐτόθι Arph.; πολλοὴ ἔνεσαν ὀϊστοί, sc. τῇ φαρέτρῃ Hom.)

        οὔ νυ καὴ ὑμῖν οἴκοι ἔνεστι γόος ; Hom. — разве нет и в вашем доме печали?;
        ἔνεστι τοῦτο τῇ τυραννίδι νόσημα Aesch. — таков недуг самовластия;
        πόλλ΄ ἔνεστι τῷ γήρᾳ κακά Arph. — старости присущи многие страдания;
        τοῖς λόγοις ἔνεστι ἀμφοῖν κέρδος Soph. — в словах обеих есть польза;
        ἐν τῷ λόγῳ ἔνεστιν ἐναντίωσις Arst. — в словесной формулировке имеется противоположение;
        ἀπορίαι ἐνοῦσαι Arst. — внутренние трудности;
        τουτοίσι καὴ αὐτοὴ ἐνεσόμεθα Her. — мы сами войдем в их число;
        ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Thuc. — возникнуть в сознании;
        ἐν τοῖς λογίοις ἔνεστιν Arph.в прорицании сказано

        2) быть в наличии
        

    (οὐκ ἐξέφθιτο οἶνος, ἀλλ΄ ἐνέην Hom.)

        Ἄρεως δ΄ οὐκ ἔνι (= ἔνεστι) χώρα Aesch. — это не область Арея, т.е. здесь нет воинственного пыла;
        σίτου οὐκ ἐνόντος Thuc. — ввиду отсутствия хлеба;
        πόλεμος οὐκ ἐνῆν οὐδὲ στάσις Plat. — не было ни войн, ни восстаний;
        τὰ ἐνόντα Plat. — собственность, Arst. существо дела, сущность

        3) находиться в промежутке
        

    εἰ μελετήσομεν, χρόνος ἐνέσται Thuc. — если мы станем готовиться, пройдет время

        4) быть возможным (преимущ. impers. ἔνεστι или ἔνι)
        

    τῶνδ΄ ἄρνησις οὐκ ἔνεστί μοι Soph. — я не могу отрицать этого;

        εἴ τι ἄλλο ἐνῆν Dem. — если имелась другая возможность;
        οὐκ ἐνῆν πρόφασις Xen. и ἐνούσης οὐδεμιᾶς ἀποστροφῆς Dem. (так как) отговорки были невозможны;
        τίς δ΄ ἔνεστί μοι λόγος ; Eur. — что могу я сказать?;
        νόμῳ χρῆσθαι παντὴ ἔνεστί σοι Anth. — ты можешь установить любой закон;
        ὡς ἐνῆν ἄριστα Luc. — как можно (было) лучше;
        ὡς ἔνι μάλιστα Luc. — как только возможно;
        οὐκ ἐνὸν ποιεῖν τι Luc.невозможно сделать что-л.;
        ἐκ τῶν ἐνόντων Dem.насколько возможно

    Древнегреческо-русский словарь > ενειμι

  • 3 θεραπευτης

        - οῦ ὅ
        1) почитатель, поклонник, тж. (священно)служитель
        

    (θεῶν Plat.)

        2) пекущийся, строгий исполнитель
        3) слуга, прислужник, придворный, член свиты
        

    (Ἄρεως Plat.; οἱ ἀμφί τινα θεραπευταί Xen.)

        4) ухаживающий, заботящийся
        

    (σώματος Plat.)

        θ. τῶν καμνόντων Plat.ухаживающий за больными или лечащий больных

    Древнегреческо-русский словарь > θεραπευτης

  • 4 φιαλη

         φιάλη
         (ᾰ) ἥ
        1) сосуд для варки
        

    (φ. ἀπύρωτος Hom.)

        2) сосуд для питья, чаша
        

    (Pind., Her., Eur., Arph., Xen.; πίνειν ἐκ φιάλης Plat.)

        3) ковш
        4) погребальный сосуд
        5) поэт. чашеобразный щит
        

    (φ. Ἄρεως Arst.)

        6) архит. чашеобразное углубление, щиток

    Древнегреческо-русский словарь > φιαλη

См. также в других словарях:

  • Ἀρέως — Ἄρεος the spring of Ares adverbial Ἄρεος the spring of Ares masc acc pl (doric) Ἀρέω̆ς , Ἀρεύς masc gen sg Ἀρεύς masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρεως — Ἄρης the god of destruction masc gen sg Ἄρεω̆ς , Ἄρις fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρεως — Ἄρης the god of destruction masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άρεως, πεδίον — Ανοιχτός χώρος στη Ρώμη, ανάμεσα στους λόφους του Καπιτωλίου, του Κυρηναλίου και του Πιγκίου και στη μεγάλη καμπή του Τίβερη. Ανήκε στους Ταρκυνίους, αλλά μετά την κατάργηση της βασιλείας τους τον αφιέρωσαν στο θεό του πόλεμου Άρη και από τότε… …   Dictionary of Greek

  • σάγαρις — άρεως και ιων. τ. γεν. ιος, ἡ, Α είδος όπλου, πιθ. διπλός πέλεκυς που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες κατά την εποχή τών Αχαιμενιδών, οι Αμαζόνες και ορισμένοι σκυθικοί λαοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το λατ. sagitta… …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρι — άρεως, τὸ, Α βλ. σάκχαρο …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρις — άρεως, η, ΝΑ (λόγιος τ.) η ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σάκχαρ (βλ. σάκχαρο)] …   Dictionary of Greek

  • τύβαρις — άρεως, ὁ, Α είδος δωρικού αρτύματος από φύλλα σέλινου και ξύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκίθαρις — άρεως, ὁ, ἡ, και δ. γρφ. χρυσοκίθαρος, ον, Α αυτός που έχει χρυσή κιθάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κίθαρις / κίθαρος (< κιθάρα / κίθαρις), πρβλ. ἀ κίθαρις] …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»