-
61 Αρείοις
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut dat plἌρειοςdevoted to Ares: masc dat plἈρεί̱οις, Ἀρεῖοςmasc dat plἄρειοςmasc /neut dat pl -
62 Ἀρείοις
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut dat plἌρειοςdevoted to Ares: masc dat plἈρεί̱οις, Ἀρεῖοςmasc dat plἄρειοςmasc /neut dat pl -
63 Αρείοισιν
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic)Ἄρειοςdevoted to Ares: masc dat pl (epic ionic aeolic)Ἀρεί̱οισιν, Ἀρεῖοςmasc dat pl (epic ionic aeolic)ἄρειοςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
64 Ἀρείοισιν
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic)Ἄρειοςdevoted to Ares: masc dat pl (epic ionic aeolic)Ἀρεί̱οισιν, Ἀρεῖοςmasc dat pl (epic ionic aeolic)ἄρειοςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
65 Αρείου
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut gen sgἌρειοςdevoted to Ares: masc gen sgἈρεί̱ου, Ἀρεῖοςmasc gen sgἄρειοςmasc /neut gen sg -
66 Ἀρείου
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut gen sgἌρειοςdevoted to Ares: masc gen sgἈρεί̱ου, Ἀρεῖοςmasc gen sgἄρειοςmasc /neut gen sg -
67 Αρείους
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem acc plἌρειοςdevoted to Ares: masc acc plἈρείωνmasc acc plἈρεί̱ους, Ἀρεῖοςmasc acc plἄρειοςmasc acc pl -
68 Ἀρείους
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem acc plἌρειοςdevoted to Ares: masc acc plἈρείωνmasc acc plἈρεί̱ους, Ἀρεῖοςmasc acc plἄρειοςmasc acc pl -
69 Αρείωι
Ἀρείῳ, Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut dat sgἈρείῳ, Ἄρειοςdevoted to Ares: masc dat sgἈρεί̱ῳ, Ἀρεῖοςmasc dat sgἈρείῳ, ἄρειοςmasc /neut dat sg -
70 Ἀρείωι
Ἀρείῳ, Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut dat sgἈρείῳ, Ἄρειοςdevoted to Ares: masc dat sgἈρεί̱ῳ, Ἀρεῖοςmasc dat sgἈρείῳ, ἄρειοςmasc /neut dat sg -
71 Αρείων
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut gen plἌρειοςdevoted to Ares: masc gen plἈρείωνmasc nom /voc sgἈρεί̱ων, Ἀρεῖοςmasc gen plἄρειοςfem gen plἄρειοςmasc /neut gen pl -
72 Ἀρείων
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut gen plἌρειοςdevoted to Ares: masc gen plἈρείωνmasc nom /voc sgἈρεί̱ων, Ἀρεῖοςmasc gen plἄρειοςfem gen plἄρειοςmasc /neut gen pl -
73 Ἀθάνα
̆αθᾱνα, Ἀθᾱναία1 Athene cf. Παλλάς. πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ (Byz.: Ἀθηναία codd.) O. 7.36 “ θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ.” v. Paus. 2. 4. 5 O. 13.82μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς, ἁγεῖτο δ' Ἀθάνα ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.45
τέχνᾳ τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε θρασειᾶν Γοργόνων οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' Ἀθάνα P. 12.8
θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50
“θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ Ἄρει” Zeus speaks N. 10.84 ( Ζεύς) ὃς καὶ τυπ εὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34 Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας of the building of the third Delphic temple of Apollo Πα... ]Ἀθάνας[ fr. 215c. 1. test. fr. 262 v. Ῥῆσος; v. fr. 146. -
74 Αἴας
Αἴας (Αἴας, -αντος, -αντα, -αν.)a son of Telamon, of Salamis.ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν N. 2.14
ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48
οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος N. 7.26
cf. χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν sc. after the contest with Odysseus over Achilles' armour N. 8.27ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν I. 4.35
καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ I. 5.48
οὐδ' ἔστιν πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος οὐδἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.26
“ καί νιν ὄρνιχος φανέντος κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν Αἴαντα” (v. ἐπώνυμος.) I. 6.53 ὑπερμενὲς ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (voc., v. ἀκαμαντοχάρμας) fr. 184.b son of Ileus, of Lokris. Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν (Hermann: Αἰάντειόν τ codd.: Αἰάντεόν τ Boeckh.) O. 9.112 -
75 Αἴγισθος
Αἴγισθος murderer of Agamemnon, slain by Orestes. ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς (sc. Ὀρέστας) P. 11.37 -
76 ἀκμά
ἀκμά (ἀκμᾷ, ἀκμάν; ᾰκμαί)a lit., keen edgeλεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ᾰκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων N. 4.63
b edge, point of a weaponτραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐγχέων ἀκμάν P. 1.11
Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλὰν ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ P. 9.81
φαεννᾶς υἱὸν εὖτ' ἐνάριξεν Ἀόος ἀκμᾷ ἔγχεος ζακότοιο (Boeckh e Σ: αἰχμᾷ codd.) N. 6.52 τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν χαλκέας λόγχας ᾰκμᾷ (Pauw: αἰχμᾷ codd.) N. 10.60c met., prime, height, strengthὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ᾰκμὰν μαχαίρᾳ τάμον O. 1.48
ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται ᾰκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι O. 1.96
οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ᾰκμᾷ O. 2.63
cf. ] χειρὸς ἀκμᾷ[ fr. 334b. 9.ὥτε φοινικανθέμου ἧρος ᾰκμᾷ P. 4.64
οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν as regards the keen edge of his temper N. 3.39 οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν· ἀλλ' ὄνοτος μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ᾰκμᾷ βαρύς (Pauw: αἰχμᾷ codd. κατὰ τοὺς ἀγῶνας. Σ. sens. dub., “at the height of his strength, at the height of the contest”?) I. 4.51 “ υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ' ἀκμὰν ποδῶν” I. 8.37 -
77 Ἀμφιάρηος
Ἀμφῐᾰρηος (-νος, -αον codd., -ηον; -αρεῖ, -αρῆ codd.: “fuisse - αρεύς arbitror”, Schroeder) a seer, son of Oikles; king of Argos, one of the Seven, married to Eriphyle μάντιν Οἰκλείδαν ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον (v. l. - άραον) O. 6.131τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἁμφιάρηος P. 8.56
φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα (Schr.: Ἀμφιάρηόν (πο)τε codd.; sc. Adrastos, driven from Argos by A.) N. 9.13 ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα (Schr.: - αρῆι codd.) N. 9.24 μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε (Boeckh: - αον codd.: non habent Σ.) I. 7.33 test., Athenaeus, 12. 7. 513c, τοιοῦτός ἐστιν καὶ ὁ παραινῶν Ἀμφιλόχῳ τῷ παιδί· κ. τ. λ. fr. 43. -
78 ἁνδάνω
1 please, be pleasing to c. dat.Τυνδαρίδαις τε φιλοξείνοις ἁδεῖν εὔχομαι O. 3.1
πατέρα τε Δαμάγητον ἁδόντα Δίκᾳ O. 7.17
εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἁνδάνειν P. 1.29
ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96
τίν τ, Ἐλέλιχθον, μάλα ἁδόντι νόῳ, Ποσειδάν, προσέχεται P. 6.51
Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς N. 6.36
ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) N. 8.38 χαλκέῳ τ' Ἄρει ἅδον (i. e. πολέμων ἦσαν ἔμπειροι. Σ.) I. 4.15 Ζηνί τε ἅδον βασιλέι (Er. Schmid: θ' ἅδον codd: τίμιαι γεγένηνται. Σ.) I. 8.18 -
79 ἐναλίγκιος
1 like c. dat., c. acc. respect, “ υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” I. 8.37 -
80 καπνόω
1 reduce to smokeκαπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον ἐν Ἄρει P. 5.84
См. также в других словарях:
ἄρει — ἄρεϊ , Ἄρης the god of destruction masc dat sg Ἄρης the god of destruction masc dat sg ἄρος use neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄρεϊ , ἄρος use neut dat sg (epic ionic) ἄρος use neut dat sg ἀρέμ rest fem voc sg ἄρεῑ , ἀρέμ rest fem dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρει — Ἄρεϊ , Ἄρης the god of destruction masc dat sg Ἄρης the god of destruction masc dat sg Ἄρις fem nom/voc/acc dual (attic epic) Ἄρεϊ , Ἄρις fem dat sg (epic) Ἄρις fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρέι — Ἀρέϊ , Ἀρεύς masc dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρεῖ — Ἀρεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεῖ — ἀ̱ρεῖ , ἀείρω attach fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀ̱ρεῖ , ἀείρω attach fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀράομαι pray to pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀρέομαι pres ind mp 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρείω — Ἄρειος devoted to Ares masc/fem/neut nom/voc/acc dual Ἄρειος devoted to Ares masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) Ἄρειος devoted to Ares masc nom/voc/acc dual Ἄρειος devoted to Ares masc gen sg (doric aeolic) Ἀρεί̱ω , Ἀρεῖος masc nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
CUNICULUS — I. CUNICULUS animal olim Hispaniae peculiare, unde ei nomen forte ex Hebr. saphan, quô cuniculum denotari iam a multis annis, notum est. Certe e Graecis illud soli noverant Massilienses, qui fere sunt in Hispaniae confinio, et in Hadriani nummo,… … Hofmann J. Lexicon universale
Ευνομιανοί — Οπαδοί της χριστιανικής αίρεσης του 4ου αι., που ξεκίνησε από τον Ευνόμιο (βλ. λ.), σε συνέχεια της αίρεσης του αρειανισμού (βλ. λ. Άρειος). * * * Eὐνομιανοὶ και Εὐνόμιοι, οἱ (ΑΜ) αιρετικοί, οπαδοί τής ακραίας αρειανικής μερίδας τού Ευνομίου, που … Dictionary of Greek
ένθεν — (AM ἔνθεν) επίρρ. (δεικτ.) 1. (για τόπο) από εκεί, απ αυτό το μέρος («τοὺς δ ἔνθεν ἀναστήσας ἄγεν ἥρως», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «ἔνθεν καὶ ἔνθεν» απ’ εδώ κι απ εκεί («ἔνθεν και ἔνθεν ἐπορεύοντο οί ὁπλοφόροι», Ξεν.) β) «ἔνθεν κἀκεῑθεν» απ εδώ και απ… … Dictionary of Greek
επαλαλάζω — ἐπαλαλάζω (Α) βγάζω πολεμική κραυγή («αὐτὸς δ ἐπηλάλαξεν, ἔνθεος δ Ἄρει βακχᾷ», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek