-
1 αργήεις
-
2 ἀργήεις
-
3 ἀργήεις
ἀργήεις, εσσα, εν: [dialect] Dor. [full] ἀργάεις, [var] contr. [full] ἀργᾶς, gen. ᾶντος: (v. ἀργός):—A white, shining,ταῦρον ἀργᾶντα Pi.O.13.69
; ἐν ἀργάεντι (v.l. ἀργινόεντι)μαστῷ Id.P.4.8
; οἰωνός.. ἔξοπιν ἀργᾶς, = πύγαργος, prob. in A.Ag. 115 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργήεις
-
4 αργάντα
-
5 ἀργᾶντα
-
6 αργάεντα
ἀργά̱εντα, ἀργήειςwhite: neut nom /voc /acc pl (doric)ἀργά̱εντα, ἀργήειςwhite: masc acc sg (doric) -
7 ἀργάεντα
ἀργά̱εντα, ἀργήειςwhite: neut nom /voc /acc pl (doric)ἀργά̱εντα, ἀργήειςwhite: masc acc sg (doric) -
8 αργήεντα
-
9 ἀργήεντα
-
10 αργάντας
-
11 ἀργᾶντας
-
12 αργάντες
-
13 ἀργᾶντες
-
14 αργήεντος
-
15 ἀργήεντος
-
16 αργήεσσα
-
17 ἀργήεσσα
-
18 αργήεσσιν
-
19 ἀργήεσσιν
-
20 ἀργάεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργάεις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αργήεις — ἀργήεις, εσσα, εν και ἀργάεις και ἀργᾷς ( ᾱντος) (Α) 1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.) 2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή τού αργής*, τ. επιτεταμένος με το επίθημα Fεντ (πρβλ. δενδρήεις … Dictionary of Greek
ἀργήεις — white masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργᾶντα — ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl ἀργήεις white masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργήεντα — ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl ἀργήεις white masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργᾶντας — ἀργήεις white masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργᾶντες — ἀργήεις white masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργήεντος — ἀργήεις white masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργήεσσα — ἀργήεις white fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργήεσσιν — ἀργήεις white masc/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργάεντα — ἀργά̱εντα , ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl (doric) ἀργά̱εντα , ἀργήεις white masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Аргентина — Аргентинская Республика República Argentina … Википедия