-
81 καπόνω
-
82 κἀπόνῳ
-
83 Aponus
Aponus, ī, m. (ἄπονος, Schmerzen vertreibend), od. gew. Aponi fons od. fontes, berühmte heiße Schwefelquellen beim j. Albano, unw. Paduas (dah. bei Plin. Patavinorum aquae calidae u. Patavini fontes gen.), Sil. 12, 218. Suet. Tib. 14, 3. Mart. 6, 42, 4; besungen Claud. eidyll. 6 (wo v. 90 der griech. Akk. Aponon). – auch adi., Apona tellus, Flach Mart. 1, 62, 3. -
84 немилосердный
[*][νιμιλασιέρντνυϊ) εκ. άπονος, αλύπητος -
85 немилосердный
[*][νιμιλασιέρντνυϊ) επ άπονος, αλύπητος -
86 бездушный
επ., βρ: член, -шна, -шно1. άψυχος, νεκρός•-ое тело άψυχο σώμα.
2. απαθής, αδιάφορος, άπονος, αναίσθητος, παχύδερμος•бездушный бюрократ γραφειοκράτης-παχύδερμο.
3. άτονος, ξέψυχος, κρύος, χωρίς ζωντάνια. -
87 безжалостный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно;ανελέητος, αλύπητος, άσπλαχνος, άπονος. -
88 бесчувственный
επ., -вен, к. -венен, -венна, -венно1. αναίσθητος.2. μτφ. ανάλγητος, άπονος, σκληρός. -
89 жестокосердный
επ.βρ: -ден, -дна, -дно; σκληρόκαρδος, σκληρόψυχος, άκαρδος, πετρόκαρδος, άπονος, άσπλαχνος, ανελέητος. -
90 загрубелый
επ.1. σκληρός• ροζασμένος, —ρικος.2. μτφ. ανάλγητος, άπονος• αναίσθητος. -
91 загрубеть
ρ.σ. σκληραίνω, γίνομαι σκληρός•кожа -ла το δέρμα σκλήρυνε,
μτφ. γίνομαι ανάλγητος, άπονος• αδιαφορώ. -
92 задубелый
επ. (απλ.) σκληρός, άκαμπτος(όπως το βαλανιδόξυλο). || μτφ. άπονος, άσπλαχνος. -
93 закаменеть
ρ.σ.1. απολιθώνομαι, πετρώνω, σκληραίνομαι• ξηραίνομαι•мыло -ло το σαπούνι ξηράθηκε (έγινε σαν πέτρα).
2. μτφ. γίνομαι σκληρός, ανάλγητος, άπονος. -
94 зачерствелый
ел.1. ξηρός, μπαγιάτικος•хлеб μπαγιάτικο ψωμί.
2. μτφ. σκληρός, άπονος, ανάλγητος, αναίσθητος, πωρωμένος. -
95 зачерстветь
-ею, -ешь ρ.σ.1. ξηραίνομαι, μπαγιατεύω.2. μτφ. γίνομαι σκληρός, άπονος, αναίσθητος, παθαίνω πώρωση. -
96 каменеть
ρ.δ.1. απολιθώνομαι, πετρώνω.2. σκληραίνω, ξυλιάζω.3. μτφ. γίνομαι άπονος, σκληρός, σκληρόκαρδος. -
97 окаменелый
επ.1. απολιθωμένος.2. μτφ. σκληρός, αλύπητος, άπονος, ανελέητος. || αδιάφορος, αναίσθητος. -
98 окаменеть
ρ.σ.1. βλ. каменеть.2. μτφ. γίνομαι σκληρός, άπονος, ανελέητος. || μτφ. απολιθώνομαι, παγώνω, μένω ξύλο, κόκκαλο, άναυδος. -
99 пень
пня, πλθ. пни α.1. ριζοκούτσουρο,το πρέμνο.2. μτφ. άνθρωπος βραδύνους ή άπονος.εκφρ.как пень ή пнём стоять – σαν κούτσουρο στέκεται (ακίνητος, αποβλακωμένος)•стать в пень – περιέρχομαι σε αμηχανία, σύγχυση. -
100 φιλόπονος
φῐλόπον-ος, ον,A laborious, industrious, Hp.Aër.1, S.Aj. 879 (lyr.), Pl.Phdr. 248d, etc.;πρός τι Ael.VH1.12
; opp. ἄπονος, Pl.R. 535d;τῷ σώματι φ. Isoc.1.40
;φ. περὶ τὰ αὑτῶν ἔργα X.Mem.3.4.9
: of dogs, ib.4.1.3, Poll.5.60; τὸ φ., = φιλοπονία, Plu.2.88d. [comp] Sup.,- ώτατος τῶν Ἑλλήνων Isoc.6.56
.2 of things, toilsome, laborious,πόλεμος X.Cyr.7.5.47
([comp] Sup.);φ. βίος Ocell.4.10
; φιλόπονόν [ ἐστι], c. inf., X.Cyn.6.8.3 Adv.,- νως ἔχειν πρὸς τοὺς πολέμους Id.HG6.1.6
;φ. ἔπραξα D.18.193
;φ. καὶ φιλοκινδύνως OGI553.6
(Xanthus, i B. C.);τὴν σταφίδα κόπτε φ. Gal.12.868
: [comp] Comp.- ώτερον Isoc.9.73
: [comp] Sup.- ώτατα Plb. 10.41.3
, 12.26D.5, Demetr.Lac.Herc.1012.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόπονος
См. также в других словарях:
ἄπονος — without toil masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπονος — η, ο (AM ἄπονος, ον) μσν. νεοελλ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος αρχ. 1. ο δίχως μόχθο ή κόπο, άκοπος 2. ο δίχως πόνο, ανώδυνος 3. (για ανθρώπους) οκνηρός, τεμπέλης … Dictionary of Greek
άπονος — η, ο επίρρ. α 1. ανώδυνος, απόνετος (βλ. λ.). 2. άσπλαχνος, σκληρός: Τέτοιον άπονο πατέρα δεν ξανασυνάντησα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπονέστερον — ἄπονος without toil adverbial comp ἄπονος without toil masc acc comp sg ἄπονος without toil neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονώτερον — ἄπονος without toil masc acc comp sg ἄπονος without toil neut nom/voc/acc comp sg ἄπονος without toil adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονωτέρων — ἄπονος without toil fem gen comp pl ἄπονος without toil masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονώτατα — ἄπονος without toil adverbial superl ἄπονος without toil neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονώτατον — ἄπονος without toil masc acc superl sg ἄπονος without toil neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόνως — ἄπονος without toil adverbial ἄπονος without toil masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπονον — ἄπονος without toil masc/fem acc sg ἄπονος without toil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονωτάτη — ἄπονος without toil fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)