-
21 απειράτω
ἀπείρατοςmasc /fem /neut dat sgἀπειρά̱τῳ, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem /neut dat sg (attic doric) -
22 ἀπειράτῳ
ἀπείρατοςmasc /fem /neut dat sgἀπειρά̱τῳ, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem /neut dat sg (attic doric) -
23 απειράτων
ἀπείρατοςmasc /fem /neut gen plἀπειρά̱των, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem /neut gen pl (attic doric) -
24 ἀπειράτων
ἀπείρατοςmasc /fem /neut gen plἀπειρά̱των, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem /neut gen pl (attic doric) -
25 απείρατα
ἀπείρατοςneut nom /voc /acc plἀπείρᾱτα, ἀπείρητοςwithout trial: neut nom /voc /acc pl (attic doric) -
26 ἀπείρατα
ἀπείρατοςneut nom /voc /acc plἀπείρᾱτα, ἀπείρητοςwithout trial: neut nom /voc /acc pl (attic doric) -
27 απείρατε
ἀπείρατοςmasc /fem voc sgἀπείρᾱτε, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem voc sg (attic doric) -
28 ἀπείρατε
ἀπείρατοςmasc /fem voc sgἀπείρᾱτε, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem voc sg (attic doric) -
29 απείρατοι
ἀπείρατοςmasc /fem nom /voc plἀπείρᾱτοι, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem nom /voc pl (attic doric) -
30 ἀπείρατοι
ἀπείρατοςmasc /fem nom /voc plἀπείρᾱτοι, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem nom /voc pl (attic doric) -
31 απείρατος
ἀπείρατοςmasc /fem nom sgἀπείρᾱτος, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem nom sg (attic doric) -
32 ἀπείρατος
ἀπείρατοςmasc /fem nom sgἀπείρᾱτος, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem nom sg (attic doric) -
33 ἀπείριτος
ἀπείρῐτος, -ον1 impenetrable (v. W. Schulze, Q. E., 116̆{3}) βατιᾷ τἐν ἀπειρίτῳ ( ἀπειρά(ν)τῳ codd.; ἀπειρίτῳ Heyne) O. 6.54 -
34 бесконечно
επίρ.ατέλειωτα, απέραντα, άπειρα, -ως, ατελεύτητα. -
35 несчётно
επίρ.άμετρα, αναρίθμητα, άπειρα•несчётно богат πάμπλουτος, ζάπλουτος.
-
36 εὐθυωρία
εὐθῠ-ωρία, ἡ,A straight course or direction, Pl.R. 436e, Ti. 45c, Arist.de An. 406b31; κατ' εὐθυωρίαν longitudinally, Id.PA 654a17; also ἀντικροῦσαι κατ' εὐ. to oppose directly, Id.Rh. 1379a11; κατ' εὐ. νοῆσθαι, opp. κατ' ἀναλογίαν, Ti.Locr.94b; ἄπειρα εἰς εὐ. in an infinite series, Arist.Metaph. 994a2;εὐθυωρίᾳ ἐπὶ θάλασσαν SIG685.65
(Itanos, ii B.C.), cf. ib.421.48 (Thermon, iii B.C.); ἀν εὐθυωρείαν (sic) Tab.Heracl.1.65; also Arc.εὐθυορϝίαν BCH39.55
(Orchom. Arc., iv B.C.); cf. ἰθυωρίη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθυωρία
-
37 μεριστός
A divided, Pl.Prm. 144d;τὸ κατὰ τὰ σώματα μ. Id.Ti. 35a
; μ. ψυχαί, φύσεις, separate, individual, Jul.Or.4.151c; δημιουργία ib. 144a, Or.5.179b, cf. Plot.1.1.8; ὁ μ. λόγος reason with its inevitable distinctions, Dam.Pr.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεριστός
-
38 ἄπειρος
A without trial or experience of a thing, unused to, unacquainted with,ἄθλων Thgn.1013
;καλῶν Pi.I.8(7).70
;κακότητος Emp.112.3
;τυράννων Hdt.5.92
.ά; τῆς ναυτικῆς Id.8.1
;Περσέων Id.9.58
, cf. 46; πόνων, νόσων, A.Ch. 371, Fr.350.2; ; ;πολέμων Th.1.141
;τοῦ μεγέθους τῆς νήσου Id.6.1
; ;ἀνδρῶν ἀγαθῶν Lys.2.27
; of a woman, ἄ. ἄλλων ἀνδρῶν not having known other men (beside her husband), Hdt.2.111;ἄ. λέχους E.Med. 672
: abs. in same sense, ib. 1091 (lyr.).2 abs., inexperienced, ignorant, Pi.I.8(7).48, etc.;γλυκὺ δ' ἀπείροισι πόλεμος Id.Fr. 110
;δίδασκ' ἄπειρον A.Ch. 118
. Adv.ἀπείρως, ἔχειν τῶν νόμων Hdt.2.45
;πρός τι X.Mem.2.6.29
;περί τινος Isoc.5.19
: [comp] Comp.ἀπειρότερον, παρεσκευασμένοι Th.1.49
;- οτέρως Isoc.12.37
, Arist.Resp. 470b9.------------------------------------A boundless, infinite,σκότος Pi.Fr. 130.8
;τὸν ὑψοῦ τόνδ' ἄ. αἰθέρα E.Fr. 941
; ἤπειρον εἰς ἄ. ib. 998; of number, countless,πλῆθος Hdt.1.204
;ἀριθμὸς ἄ. πλήθει Pl.Prm. 144a
;ἄ. τὸ πλῆθος Id.R. 525a
, al.;εἰς ἄ. τὴν ἀδικίαν αὐξάνειν Id.Lg. 910b
;χρόνος ἄ. OGI383.113
(i B.C.): [comp] Comp.- ότερος Dam.Pr.50
, Phlp.in Mete.17.15; τὸ ἄ. the Infinite, as a first principle, Arist.Ph. 203a3, etc.; esp. in the system of Anaximander, D.L.2.1, etc.; but τὰ ἄπειρα individuals, opp. τὰ εἴδη, Arist.Top. 109b14, cf. Metaph. 999a27, al.; ἄπειρος, opp. πεπερασμένος, Ph. 202b31; εἰς ἄ. ἰέναι, προϊέναι, ἥκειν, etc., APo. 81b33, Ph. 209a25, EN 1113a2, etc.; [γῆ] ἐπ' ἄπειρον ἐρριζωμένη Str.1.1.20
; also, indefinite,ὕλη Stoic.2.86
.2 in Trag., freq.of garments, etc., in which one is entangled past escape, i.e. without outlet,ἀμφίβληστρον A.Ag. 1382
; ;ὕφασμα E.Or.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄπειρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄπειρα — ἄπειρος 1 without trial neut nom/voc/acc pl ἄπειρος 2 boundless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπειρ' — ἄπειρα , ἄπειρος 1 without trial neut nom/voc/acc pl ἄπειρε , ἄπειρος 1 without trial masc/fem voc sg ἄπειρα , ἄπειρος 2 boundless neut nom/voc/acc pl ἄπειρε , ἄπειρος 2 boundless masc/fem voc sg ἄ̱πειρε , ἤπειρος terra firma fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρρητος αριθμός — Η έννοια του ά.α. σχηματίζεται από την έννοια του ρητού και αυτή από την έννοια του κλάσματος. Το σύνολο όλων των κλασμάτων διαμερίζεται σε κλάσεις, έτσι ώστε σε κάθε κλάση να ανήκουν μόνο ίσα κλάσματα, ενώ δεν υπάρχει κλάσμα που να ανήκει… … Dictionary of Greek
Μπρούνο, Τζορντάνο — (Giordano Bruno, Νόλα 1548 – Ρώμη 1600). Ιταλός φιλόσοφος. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Φιλίπο, αλλά έλαβε το όνομα Τζορντάνο όταν, σε ηλικία δέκα οχτώ ετών, μπήκε σε μοναστήρι Δομινικανών στη Νάπολη. Πνεύμα ανήσυχο, φύση ορμητική και μαχητική,… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
ινδική φιλοσοφία — Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Ινδία. Κεντρικό πρόβλημα της ι.φ. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κύκλο της ζωής και των αναγεννήσεων –σαμσάρα– που συνδέεται με το κάρμα, δηλαδή τον καρπό των πράξεων που συντελέστηκαν σε προηγούμενες… … Dictionary of Greek
Μπολτσάνο, Μπέρναρντ — (Bernard Bolzano, Πράγα 1781 – 1848). Τσέχος φιλόσοφος, μαθηματικός και κληρικός. Οι επίσημοι θεολόγοι τον πολέμησαν για τον ηθικιστικό ορθολογισμό του, καταδιώχτηκε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη διδασκαλία στο πανεπιστήμιο της Πράγας.… … Dictionary of Greek
ἀπειράτως — ἀπείρατος adverbial ἀπείρατος masc/fem acc pl (doric) ἀπειρά̱τως , ἀπείρητος without trial adverbial (attic doric) ἀπειρά̱τως , ἀπείρητος without trial masc/fem acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείρατον — ἀπείρατος masc/fem acc sg ἀπείρατος neut nom/voc/acc sg ἀπείρᾱτον , ἀπείρητος without trial masc/fem acc sg (attic doric) ἀπείρᾱτον , ἀπείρητος without trial neut nom/voc/acc sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)