-
21 ἄοκνοι
-
22 αοκνοτάτη
-
23 ἀοκνοτάτῃ
-
24 αοκνοτάτην
-
25 ἀοκνοτάτην
-
26 αοκνοτάτης
-
27 ἀοκνοτάτης
-
28 αοκνοτάτοις
-
29 ἀοκνοτάτοις
-
30 αοκνότατοι
-
31 ἀοκνότατοι
-
32 αοκνότατος
-
33 ἀοκνότατος
-
34 αοκνότερος
-
35 ἀοκνότερος
-
36 αόκνοις
-
37 ἀόκνοις
-
38 αόκνου
-
39 ἀόκνου
-
40 αόκνους
См. также в других словарях:
ἄοκνος — without hesitation masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άοκνος — η, ο (Α ἄοκνος, ον) νεοελλ. ακούραστος, δραστήριος αρχ. 1. αυτός που δεν είναι διστακτικός, ο αποφασιστικός 2. φρ. «ἄοκνος βλάβη» επικείμενη συμφορά … Dictionary of Greek
ἀοκνότατα — ἄοκνος without hesitation adverbial superl ἄοκνος without hesitation neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοκνότατον — ἄοκνος without hesitation masc acc superl sg ἄοκνος without hesitation neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀόκνως — ἄοκνος without hesitation adverbial ἄοκνος without hesitation masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄοκνον — ἄοκνος without hesitation masc/fem acc sg ἄοκνος without hesitation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοκνοτάτην — ἄοκνος without hesitation fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοκνοτάτης — ἄοκνος without hesitation fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοκνοτάτοις — ἄοκνος without hesitation masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοκνοτάτῃ — ἄοκνος without hesitation fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοκνότατοι — ἄοκνος without hesitation masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)