-
1 ἁλος-άχνη
-
2 ἁλος-άνθινος
ἁλος-άνθινος οἶνος, mit seinem Salz angemachter Wein, Purgirmittel, Diosc.
-
3 πρωτό-αλος
πρωτό-αλος, zuerst aufs Meer gehend, die erste Seefahrt machend, wie πρωτόπλους, Hesych.
-
4 πλησί-αλος
πλησί-αλος, dem Meere nahe, wie ἀγχίαλος, τὸ πλ., Posidon. bei Ath. VIII, 333 c.
-
5 πάρ-αλος
πάρ-αλος, neben dem Meere, am Meere befindlich; ἄντρα, Soph. Ai. 408; χέρσοι, Eur. Ion 1584; τευϑίς, Ar. Ach. 1158; auch πάραλος στρατός, Her. 7, 161, die Flotte od. das Küstenheer; ἡ πάραλος γῆ, Thuc. 2, 55; Sp. (vgl. παράλιος u. nom. pr.). – Bei Mel. 1, 20 (VI, 1) eine Pflanze, die am Meere wuchs.
-
6 σύν-αλος
-
7 κάθ-αλος
-
8 εὐρύ-αλος
εὐρύ-αλος, = Folgdm; χῶρος Opp. H. 1, 62; οὐράνια νέφεα Antp. Sid. 51 (VII, 748).
-
9 ἀμφί-αλος
ἀμφί-αλος, Hom. fünfmal, Versansg Od. 21, 252 ἐν αὐτῇ | ἀμφιάλῳ Ἰϑάκῃ, mitten im Verse, an derselben Stelle ἐν ἀμφιάλῳ Ἰϑάκῃ 1, 386. 395. 401. 2, 293, rings vom Meere umflossen, vgl. ἀμφί; – Ποτειδᾶνος τεϑμοί die auf dem Isthmus gefeierten Spiele Pind. Ol. 15, 39; Λήμνου πέδον Soph. Phil. 1450; sp. D., z. B. πέτραι Opp. H. 1, 122; Xen. Hell. 4, 2, 13 vom Isthmus, der auf beiden Seiten das Meer hat.
-
10 ἀγχί-αλος
ἀγχί-αλος (H. Apoll. 32 steht ἀγχιάλη Πεπάρηϑος, wo aber 2 mss. ἀγχίαλος haben; Zenodot las Iliad. 2, 697 ἀγχιάλην τ' Ἀντρῶνα, Aristarch ἀγχίαλον, s. Aristonic. in den Scholl.), 1) nahe am Meer, Hom. zweimal, von Städten, Il. 2, 640. 697; δάφνη Ap. Rh. 2, 160; ὕδατα Eur. Iph. A. 169. – 2) von Inseln, nahe am Gestade, nach andern, weniger gut, vom Meere umgeben, Salamis, Soph. Ai. 134 und Gemin. 5 (IX, 288). Peparethus, H. Apoll. 32; von mehrern Inseln, Aesch. Pers. 861.
-
11 ἄν-αλος
-
12 ἔφ-αλος
-
13 ἔν-αλος
-
14 ἔξ-αλος
ἔξ-αλος, aus dem Meere; τὸ σκάφος ἔξαλον ἐς γῆν ἀνασπάσαντες Luc. amor. 8; ἔξαλοι ἀΐσσουσιν Opp. Hal. 2, 593; Ggstz ἔναλος κώπη, Sezt. Emp. adv. math. 7, 414; aus dem Meere hervorragend, Pol. 34, 3; Ggstz ὕφαλος, Luc. Iup. trag. 47; – fern vom Meere gelegen, Strab.
-
15 ὕφ-αλος
ὕφ-αλος, unter dem Meere; ὕφαλα τραύματα, Lecke, welche das Schiff unter dem Wasser bekommt, wie πληγή, Pol. 16, 3,2. 16, 4,12; Soph. vrbdt ἔρεβος ὕφαλον Ant. 585; Sp., wie Ael. H. A. 14, 28; Alciphr. 1, 1 u. öfter bei Luc. – Uebertr. wie ὕπουλος, versteckt, hinterlistig.
-
16 ὠκύ-αλος
-
17 ἁλοςάνθινος
ἁλος-άνθινος, mit seinem Salz angemachter Wein, Purgirmittel -
18 ἁλοςάχνη
ἁλος-άχνη, eigtl. Meerschaum, eine Tierpflanze -
19 ἅλς
ἅλς, ἁλός (entst. aus ΣΆΛΣ; sal), 1) ὁ ἅλς, Salz, gew. plural., Hom. Iliad. 9, 214 πάσσε δ' ἁλὸς ϑείοιο, gen. partit., streute des Salzes, etwas Salz, Od. 17, 455 οὐ σύ γ' ἂν ἐξ οἴκου σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ' ἅλα δοίης, v. l. οὔδαλα, Scholl. οὐδ' ἅλα: οὕτως Ἀρίσταρχος ἀνέγνωκε, καὶ ἀπέδωκε τοὺς ἅλας. ὁ δὲ Καλλίστρατος οὔδαλα, τὰ κόπρια, παρὰ τὸ ἐν τῷ οὐδῷ κεῖσϑαι; vgl. Theocrit. Id. 27, 59 φῄς μοι πάντα δόμεν· τάχα δ' ὕστερον οὐδ' ἅλα δοίης; Od. 11, 123. 23, 270 οὐδέ ϑ' ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ ἔδουσιν; – sing. Her. 4, 181, ὁ ἅλς 185, plur. 4, 53. 5, 119. – Salz war Symbol der Gastfreundschaft, dah. ἁλῶν κοινωνεῖν, Gastfreunde sein, Dem. Mid. 1 18, wo jetzt λαλῶν steht; ποῦ ἅλες; ποῦ τράπεζαι; wo ist die Gastfreundschaft hin? Dem. 19, 189; τοὺς ἅλας καὶ τὰς σπονδὰς παραβαίνειν 191; s. Zenob. 1, 62; ἅλας συναναλῶσαι Arist. Nic. 8, 8; und wie wir sagen, τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον Plut. de am. mult. p. 290; Archiloch. hat diese Vrbdg zuerst, s. Jacobs Anth. p. 241; sprichwörtl. ἅλας ἄγων καϑεύδεις Zenob. 1, 23; ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνϑεν ἦλϑεν ἔνϑ' ἔβη, wie gewonnen, so zerronnen, 2, 20. – Salzlake Call. frg. 5; Nonn. D. 17, 55; – ἅλες Salzwerke D. Hal. 2, 55. – Uebertr., witzige, beißende Reden, Plut. Symp. 5, 10; Ath. IX, 366 c. – 2) ἡ ἅλς, Meer, oft bei Hom., aber nur in cass. obliqq., πολυβενϑέος Od. 4, 406, βαϑείης Iliad. 13, 44, μαρμαρέην 14, 273, πορφυρέην 16, 391; πολιῆς 12, 284, πολιοῖο Od. 5, 410. 9, 132 Iliad. 20, 229 Scholl. Ariston. σημειοῠνταί τινες, ὅτι ἁλὸς πολιοῖο ἔφη, mascul. adject. beim subst. fem. homerisch; ἁλὸς ἀτρυγέτοιο Iliad. 1, 316; ἅλα δῖαν 1, 141, auch Zeus sagt ἅλα δῖαν Iliad. 15, 161. 223, Scholl. Ariston. 161 ἡ διπλῆ, ὅτι ἀφ' ἑαυτοῦ ὁ Ζεὺς τὴν ϑάλασσαν δῖαν εἴρηκεν, vs. 15 ἡ διπλῆ, ὅτι ἀφ' ἑαυτοῦ ὁ Ζεὺς δῖον τὸν Ἕκτορα καὶ ἑξῆς τὴν ϑάλασσαν »ἢ εἰς ἅλα δῖαν (161)«, πρὸς τὸ μὴ ὑποπτεύειν τὰ ἐν Ὀδυσσείᾳ »(1, 65) πῶς ἂν ἔπειτ' Ὀδυσῆος ἐγὼ ϑείοιο λαϑοίμην«; für ἐξ ἁλός v. l. ἔξαλος Od. 1 1, 134. 23, 281, s. Scholl. (11, 134 aus Ariston., 23, 281 aus Didym.), vgl. ἐξ ἁλός Iliad. 20, 14 Od. 5, 422; Iliad. 21, 59 πόντος ἁλὸς πολιῆς, Theogn. 10 γήϑησεν δὲ βαϑὺς πόντος ἁλὸς πολιῆς; Od. 5, 335 ἁλὸς ἐν πελάγεσσι; 12, 27 ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς, auf dem Wasser oder auf dem Lande; die Schiffe ἁλὸς ἵπποι Od. 4, 708; – oft Pind., Tragg., πελαγία ἅλς Aesch. Pers. 427; selten in Prosa.
-
20 πέλαγος
πέλαγος, εος, τό (wahrscheinlich onomatop., platschen), das Meer, die See; πέλ. μέγα, Hom.; ἐν πελάγει μετὰ κύμασιν, Od. 3, 91. Merkwürdig ist Odyss. 5, 335 νῦν δ' ἁλὸς ἐν πελάγεσσι ϑεῶν ἐξέμμορε τιμῆς; vgl. dazu Iliad. 21, 59 οὐδέ μιν ἔσχεν πόντος ἁλὸς πολιῆς, ferner Odyss. 3, 152 ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο, Iliad. 13, 495 ὡς ἴδε λαῶν ἔϑνος ἐπισπόμενον ἑοῖ αὐτῷ, 20, 169 ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦτορ. Das Homerische ἁλὸς ἐν πελάγεσσι erscheint als Versende Hom. h. Apoll. 73; auch Hom. h. 33, 15, κύματα δ' ἐστόρεσαν λευκῆς ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν; vor Augen hat es auch Eurip. Troad. 88 ταράξω πέλαγος Αἰγαίας ἁλός und Hecub. 938 ἅλιον ἐπὶ πέλαγος, auch Aeschyl. Pers. 427 πελαγίαν ἅλα, 467 πελαγίας ἁλός; auch Sophocl. Ant. 966 παρὰ δὲ Κυανέων πελαγέων διδύμας ἁλὸς ἀκταὶ Βοσπόριαι ἰδ' ὁ Θρῃκῶν ἄξενος Σαλμυδησσός, Schol. παρὰ δὲ Κυανέων πελαγέων: ἀντὶ τοῠ παρὰ δὲ τοῖς Κυανέοις πελάγεσι τῆς διδύμης ϑαλάττης und Κυανέοις δὲ πελάγεσιν εἶπεν τοῖς ὑπὸ τῶν Κυανέων πετρῶν περιεχομένοις; auch Apoll. Rh. 3, 349 πελάγη στυγερῆς ἁλός; vgl. Pind. bei Plut. Symp. quaest. 7, 5, 2 und Sollert. anim. 36 (Bergk Poet. Lyr. Gr. ed. 2 frgmt. 220) ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει; Ol. 7, 56 ἐν πελάγει ποντίῳ; Pyth. 4, 251 ἔν τ' Ὠκεανοῦ πελάγεσσι πόντῳ τ' ἐρυϑρῷ; Apoll. Rh. 2, 608 πέλαγος ϑαλάσσης; Thucyd. 4, 24 διὰ στενότητα δὲ καὶ ἐκ μεγάλων πελαγῶν, τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελικοῦ, ἐςπίπτουσα ἡ ϑάλασσα ἐς αὐτὸ καὶ ῥοώδης οὖσα εἰκότως χαλεπὴ ἐνομίσϑη; Malal. p. 485, 21 ἐν τῷ καιρῷ τοῠ σεισμοῦ ἔφυγε ϑάλασσα εἰς τὸ πέλαγος ἐπὶ μίλιον ἕν; endlich Evang. Matth. 18, 6 καταποντισϑῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς ϑαλάσσης. – Πέλαγος personificirt und identisch mit πόντος bei Hesiod. Theog. 131, wo es von der Γαῖα heißt ἡ δὲ καὶ ἀτρύγετον Πέλαγος τέκεν, οἴδματι ϑῦον, Πόντον, ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου; vgl. 190 μήδεα δ' ὡς τὸ πρῶτον ἀποτμήξας ἀδάμαντι κάββαλ' ἀπ' ἠπείροιο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ, ἃς φέρετ' ἂμ πέλαγος πουλὺν χρόνον. – Aeschyl. Ag. 659 πέλαγος Αἰγαῖον, und ähnl. oft; plur. statt des sing. Soph. Aj. 702 Ἰκαρίων πελαγέων. – Uebertr., Aeschyl. Suppl. 470 ἄτης ἄβυσσον πέλαγος, Prom. 746 πέλαγος ἀτηρᾶς δύης, Pers. 433 κακῶν πέλαγος, ein Meer von Unglück; vgl. Soph. O. C. 1746 Eurip. Suppl. 824 Hippol. 822; eine andere Uebertragung Soph. O. C. 663 κείνοις φανήσεται μακρὸν τὸ δεῦρο πέλαγος οὐδὲ πλώσιμον, von einem schwierigen Unternehmen; ferner Menand. bei Athen. XIII, 559 e πέλαγος πραγμάτων; Plat. Protag. 338 a τὸ πέλαγος τῶν λόγων; Conv. 210 d τὸ πολὺ πέλαγος τοῦ καλοῦ; Themist. 13, 177 c πέλαγος τοῦ κάλλους. – In eigentlicher Bedeutung bei Prosaikern nicht sehr selten: Herodot. 3, 41 und 8, 60, 1 im sing., im plur. 4, 85 ἐϑηεῖτο τὸν Πόντον ἐόντα ἀξιοϑέητον· πελαγέων γὰρ ἁπάντων πέφυκε ϑωυμασιώτατος, vgl. Pind. N. 4, 49 ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (ἔχει); Thucyd. 6, 13 τῷ τε 'Ιονίῳ κόλπῳ παρὰ γῆν ἤν τις πλέῃ, καὶ τῷ Σικελικῷ διὰ πελάγους, 8, 80 νῆες ἀπάρασαι ἐς τὸ πέλαγος, im plur. 4, 24, s. oben; Xenoph. Mem. 4, 3, 8 πελάγη περᾷν; Isocrat. Demon. 19 τοὺς ἐμπόρους τηλικαῦτα πελάγη διαπερᾷν; Plat. Axioch. 370 b διαπεραιώσασϑαι πελάγη.
См. также в других словарях:
Ἄλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλος — Ονομασία τριών αρχαίων πόλεων. 1. Κωμόπολη της αρχαίας Μαγνησίας στη Θεσσαλία. Υπολογίζεται ότι βρισκόταν ανάμεσα στον σημερινό Βόλο και στη Νέα Αγχίαλο. 2. Παράκτια πόλη της Λοκρίδας. 3. Πόλη της Θεσσαλίας που καταστράφηκε το 364 π.Χ. από τον… … Dictionary of Greek
ἁλός — ἅλς salt masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἇλος — ἇ̱λος , ἧλος nail head masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοκόκ(κ)αλος — η, ο αυτός που έχει γερά κόκαλα, δηλ. γερή κράση («ήτον εφτάψυχος αυτός ο καλοκόκκαλος», Παπαδ.) … Dictionary of Greek
μονοκόκ(κ)αλος — η, ο 1. (για άνθρωπο ή ζώο) αυτός που αποτελείται κατά κάποιο τρόπο από ένα μόνο κόκαλο 2. δύσκαμπτος, άκαμπτος 3. σκληροτράχηλος, ισχυρογνώμων 4. ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος … Dictionary of Greek
Ὦλος — Ἄλος , Ἄλος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλε — Ἄλος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλοισιν — Ἄλος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλον — Ἄλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλους — Ἄλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)