Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄν+-+τιτος

  • 41 σύν

    σύν (the Koine knows nothing of the Attic form ξύν; B-D-F §34, 4; Rob. 626) prep. w. dat. (Hom.+.—For lit. s. on ἀνά and μετά, beg.; Tycho Mommsen, Beiträge zu der Lehre v. den griech. Präp. 1895, esp. p. 395ff; B-D-F 221; Rob. 626–28) with (it is hazardous to attempt to establish subtle differences in use of σύν and μετά in ref. to association, for the NT manifests a rather fluid use).
    with focus on associative aspect
    α. be, remain, stand, etc., with someone ἀνακεῖσθαι σύν τινι J 12:2. διατρίβειν Ac 14:28. τὸν ἄνθρωπον σὺν αὐτοῖς ἑστῶτα Ac 4:14. μένειν Lk 1:56; 24:29 (here alternating w. μένειν μετά τινος as its equivalent).
    β. go, travel, etc. with someone ἔρχεσθαι σύν τινι go with, accompany someone (Jos., Vi. 65 Just., D. 78, 6) J 21:3; Ac 11:12; come with someone 2 Cor 9:4. ἀπέρχεσθαι Ac 5:26. εἰσέρχεσθαι (X., Cyr. 3, 3, 13; JosAs 22:2) Lk 8:51; Ac 3:8. ἐξέρχεσθαι J 18:1; Ac 10:23; 14:20; AcPl Ant 13, 3 (=Aa I 236, 6). συνέρχεσθαι 21:16. πορεύεσθαι Lk 7:6; Ac 10:20.
    γ. In the case of εἶναι σύν τινι the emphasis is sometimes purely on being together (Tat. 5, 1 πᾶσα δύναμις …), and somet. upon accompaniment: be with someone (X., An. 1, 8, 26; Alexandrian graffito, prob. fr. imperial times [Dssm., LO 257, 4=LAE 303, 1] εὔχομαι κἀγὼ ἐν τάχυ σὺν σοὶ εἶναι [addressed to a deceased person]) Lk 24:44 (ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν as 4 Macc 18:10); Phil 1:23 (Quint. Smyrn. 7, 698 of Achilles ἐστὶ σὺν ἀθανάτοισι); Col 2:5; w. indication of place ἐν τῷ ὄρει 2 Pt 1:18. Accompany, follow someone Lk 7:12. Be someone’s companion or disciple 8:38; 22:56; Ac 4:13; be among someone’s attendants 13:7. ἐσχίσθη τὸ πλῆθος καὶ οἱ μὲν ἦσαν σὺν τοῖς Ἰουδαίοις, οἱ δὲ σὺν τοῖς ἀποστόλοις 14:4 (cp. X., Cyr. 7, 5, 77). οἱ σύν τινι ὄντες someone’s comrades, companions, attendants Mk 2:26; Ac 22:9. Without ὄντες (X., An. 2, 2, 1; UPZ 160, 9 [119 B.C.]; Jos., Vi. 196, Ant. 11, 105; 12, 393; Just., D. 9, 3 al.) Lk 5:9; 8:45 v.l.; 9:32; 24:10 (αἱ σὺν αὐταῖς); 24:33; Ac 5:17. In the sing. Τίτος ὁ σὺν ἐμοί Gal 2:3.—With a subst. (ParJer 7:9 τοῖς σὺν αὐτῷ δεσμίοις; POxy 242, 33; BGU 1028, 19) οἱ σὺν αὐτῷ τεχνῖται his fellow-artisans Ac 19:38. Στεφανᾶς καὶ σὺν αὐτῷ πρεσβύτεροι AcPlCor 1, 1. οἱ σὺν αὐτοῖς ἀδελφοί Ro 16:14; cp. Gal 1:2; Ro 16:15; Phil 4:21. οἱ σὺν αὐτῷ πιστοί MPol 12:3.
    δ. γενέσθαι σύν τινι join someone Lk 2:13 (γίνομαι 6f). καθίσαι σύν τινι sit beside someone Ac 8:31.
    w. focus on association in activity
    α. do: Ἁνανίας σὺν Σαπφίρῃ ἐπώλησεν κτῆμα Ac 5:1. ἐπίστευσεν σὺν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ 18:8. προσεύχεσθαι 20:36. ἁγνίσθητι σὺν αὐτοῖς 21:24.—Phil 2:22.—Have empathy: καὶ ὁ ποιμὴν σὺν αὐτῷ λίαν ἱλαρὸς ἦν ἐπὶ τούτοις and the shepherd joined the angel in delight over these (fruitbearing cuttings) Hs 8, 1, 18 (cp. TestAbr B 6 p. 110, 2 [Stone 68] ἔκλαυσεν σὺν τῷ υἰῷ αὐτου; TestJob 53:1)
    β. experience, suffer: σύν τινι ἀποθανεῖν Mt 26:35. ἀναιρεθῆναι Lk 23:32. σταυρωθῆναι Mt 27:38; cp. vs. 44. Cp. Ac 8:20; 1 Cor 11:32. οἱ ἐκ πίστεως εὐλογοῦνται σὺν τῷ πιστῷ Ἀβραάμ Gal 3:9. ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ θεῷ Col 3:3.—In mystic union w. Christ the Christian comes to ἀποθανεῖν σὺν Χριστῷ Ro 6:8; Col 2:20 and to ζῆν σὺν αὐτῷ 2 Cor 13:4; cp. 1 Th 5:10 (ELohmeyer, Σὺν Χριστῷ: Deissmann Festschr. 1927, 218–57; JDupont, Σὺν Χριστῷ ’52).
    γ. To the personal obj. acc. of the verb in the act., σύν adds other persons who are undergoing the same experience at the same time with, just as (Philochorus [IV/III B.C.]: 328 Fgm. 7a Jac. ὥπλιζε σὺν τοῖς ἄρρεσι τὰς θηλείας) σὺν αὐτῷ σταυροῦσιν δύο λῃστάς Mk 15:27. ὁ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν 2 Cor 1:21. ἡμᾶς σὺν Ἰησοῦ ἐγερεῖ 4:14; cp. Col 2:13; 1 Th 4:14.
    marker of assistance (X., Cyr. 5, 4, 37 ἢν οἱ θεοὶ σὺν ἡμῖν ὦσιν, An. 3, 1, 21; Jos., Ant. 11, 259 θεὸς σὺν αὐτῷ) ἡ χάρις τοῦ θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί God’s grace, that came to my aid 1 Cor 15:10. (The expr. σὺν θεῷ: PGrenf II, 73, 16 ὅταν ἔλθῃ σὺν θεῷ; POxy 1220, 23 et al; Pind., O. 10, 105 [115] σὺν Κυπρογενεῖ ‘with the favor of Aphrodite’ is not semantically parallel; s. BRees, JEA 36, ’50, 94f).
    marker of linkage, with focus on addition of a pers. or thing
    with, at the same time as
    α. τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ my money with interest Mt 25:27 (POsl 40, 7 [150 A.D.] κεφάλαιον σὺν τ. τόκοις). αὐτὸν σὺν τῷ κλινιδίῳ Lk 5:19. σὺν αὐτῷ τὰ πάντα Ro 8:32. σύν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν 1 Cor 10:13.
    β. somet. σύν is nearly equivalent to καί (O. Wilck 1535, 5 [II B.C.] τοῖς συνστρατιώταις σὺν Πλάτωνι; Johannessohn, Präp. 207; AssMos Fgm. f Denis p. 65 Ἰησοῦς … σὺν καὶ τῷ Χαλέβ) (together) with οἱ γραμματεῖς σὺν τοῖς πρεσβυτέροις Lk 20:1. Πέτρος σὺν τῷ Ἰωάννῃ Ac 3:4. Cp. Lk 23:11; Ac 2:14; 10:2; 14:5; 23:15; Eph 3:18; Phil 1:1 (cp. POxy 1293, 3 [117–38 A.D.]); 1 Cl 65:1; IPol 8:2. τὴν σάρκα σὺν τοῖς παθήμασιν Gal 5:24. Cp. Eph 4:31; Js 1:11.
    when a new factor is introduced besides, in addition to (Jos., Ant. 17, 171) σὺν πᾶσιν τούτοις beside all this, in addition to or apart from all this (cp. σὺν τούτοις=‘apart fr. this’: Galen, CMG V 9, 1 p. 381, 2; 3 Macc 1:22; JosAs 11 cod. A [p. 53, 17 Bat.]; GrBar 16:3) Lk 24:21.
    in combination w. ἅμα (q.v. 2b) 1 Th 4:17; 5:10.—BMcGrath, CBQ 14, ’52, 219–26: ‘Syn’-Words in Paul; OGert, D. mit. syn-verbundenen Formulierungen in paul. Schrifttum, diss. Berlin, ’52.—M-M. DELG. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > σύν

  • 42 Τίτιος

    Τίτιος, ου, ὁ (CIL III, 3053; 6010, 223; XII, 4141; Jos., Ant. 16, 270) Titius, a σεβόμενος τὸν θεόν (σέβω 1b) in Corinth, whose surname was Justus Ac 18:7 (v.l. Τίτος; many mss. omit this half of the name entirely and have simply Ἰούστου).—EGoodspeed, JBL 69, ’50, 382f identifies Titius Justus w. Gaius (Γάϊος 3; s. comm.).

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > Τίτιος

См. также в других словарях:

  • Τίτος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τίτος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διακρινόταν για τη μεγάλη του μόρφωση. Μαθητής και συναγωνιστής του αποστόλου Παύλου, που του δίδαξε τον χριστιανισμό, αντιπροσώπευσε τους άλλοτε εθνικούς στην αποστολική σύνοδο των Ιεροσολύμων.… …   Dictionary of Greek

  • Τίτος Τάτιος — Μυθικός βασιλιάς των Σαβίνων. Μετά τη συμφιλίωση ανάμεσα στον λαό του και στους Ρωμαίους, που ακολούθησε την αρπαγή των Σαβίνων, κυβέρνησε μαζί με τον Ρωμύλο και τους δύο λαούς. Λέγεται πως κατέλαβε το Καπιτώλιο δωροδοκώντας την Ταρπηία, την κόρη …   Dictionary of Greek

  • Τίτος, Φλάβιος Βεσπασιανός — (Flavius Vespasianus Titus, Ρώμη 39 μ.Χ. – Άκουε Κουτίλιαι 81). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα, όπως και ο πατέρας του Βεσπασιανός, και διακρίθηκε ως στρατιωτικός διοικητής στη Γερμανία και στη Βρετανία, όπου απέκτησε… …   Dictionary of Greek

  • Δομιτιανός, Τίτος Φλάβιος — (Titus Flavius Domitianus, Ρώμη 51 – 96 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (81 96). Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του πατέρα του, Βεσπασιανού, στη Ρώμη, μετά την ανακήρυξη του τελευταίου ως αυτοκράτορα από τις λεγεώνες της Συρίας το 69 μ.Χ., ο Δ.… …   Dictionary of Greek

  • Βεσπασιανός, Τίτος Φλάβιος — (Titus Flavius Vespasianus, Ριέτι 9 μ.Χ. – Κουτίλια 79 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (69 79 μ.Χ.). Προερχόμενος από ταπεινή οικογένεια Σαβίνων, κατόρθωσε, χάρη στις εξαιρετικές του ικανότητες, να περάσει από όλες τις βαθμίδες της κρατικής ιεραρχίας …   Dictionary of Greek

  • Φρουλοβίζιο, Τίτος Λίβιος ο επωνομαζόμενος Τίτος Λίβιος της Φεράρα — (Frulovίsio, Φεράρα περ. 1400 – περ. 1456). Ιταλός ουμανιστής και συγγραφέας. Ήταν μαθητής του Γκουαρίνο και του Χρυσολωρά στη Βενετία. Συνέθεσε 3 διαλόγους (Περί της Δημοκρατίας, 1434) που προμήνυαν τα γραπτά του Μακιαβέλι και 7 κωμωδίες σε πεζό …   Dictionary of Greek

  • Άττα, Τίτος Κουίντιος — (τέλη 2ου αι. – 77 π.Χ.). Ο νεότερος από τους τρεις κωμωδιογράφους της ρωμαϊκής κωμωδίας, που απέδωσε με τέχνη τις φλύαρες συζητήσεις των γυναικών. Μόνο αποσπάσματα των έργων του διασώθηκαν …   Dictionary of Greek

  • Βανδής, Τίτος — (1917 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στο Ωδείο Θεσσαλονίκης και στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Εμφανίστηκε το 1934 στον Ιούδα του Σπ. Μελά και μέχρι το 1943 ερμήνευσε αξιόλογους ρόλους στο Εθνικό, τη Νέα Σκηνή …   Dictionary of Greek

  • Λίβιος, Τίτος — (Titus Livius, Πάντοβα 59 π.Χ. – Ρώμη 17 μ.Χ.). Ρωμαίος ιστορικός. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και έλαβε καλή ρητορική μόρφωση. Αφού έγραψε μερικούς διαλόγους, μετά το 27 π.Χ. άρχισε να γράφει στη Ρώμη το μεγάλο ιστορικό του έργο Από… …   Dictionary of Greek

  • Μάνλιος, Τίτος Τορκουάτος — (Manlius Imperiosus Torquatus, 4ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος ύπατος. Ο πατέρας του ήταν ο Λεύκιος Μάνλιος Καπιτωλίνος. Το επώνυμό του μάλλον τού αποδόθηκε όταν αφαίρεσε από ένα Γαλάτη, τον οποίο νίκησε σε μονομαχία κοντά στη γέφυρα του ποταμού Ανιένε,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»